Ἡ Μακαρονάδα
Ἐργαζόμουν σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κομμωτήρια τοῦ κέντρου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου λειτουργοῦσε καὶ Ἰνστιτοῦτο Καλλονῆς, ὅπως ἔλεγαν τότε τοὺς οἴκους αἰσθητικῆς, «μικρή» τὸ ἐπάγγελμα. Ἐκτὸς ἀπὸ μένα, δούλευαν ἐκεῖ τρεῖς ἀκόμα «μικρές». Μικρὲς μᾶς ἔλεγαν καὶ μικρὲς ἤμασταν, δεκατεσσάρων ἐγώ, ἡ πρώτη στὴ σειρά, ἡ τέταρτη ἴσαμε δώδεκα χρόνων. Δουλεύαμε ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, χωρὶς διακοπὴ τὸ μεσημέρι. Παρασκευὲς καὶ Σάββατα τελειώναμε τὴ νύχτα. Πολλὲς ἀπὸ τὶς πελάτισσες περιποιοῦνταν πακέτο πρόσωπο, σῶμα, νύχια, μαλλιά, περνοῦσαν ὅλο τὸ πρωὶ στὸ κομμωτήριο, κάποιες ποὺ ξεκινοῦσαν ἀργότερα ἔφευγαν σχεδὸν μαζὶ μ’ ἐμᾶς.
Θὰ μποροῦσα νὰ κατατάξω τὶς κυρίες ποὺ ἔρχονταν σὲ ἀστὲς βέρες καὶ ἀστὲς νεόπλουτες. Οἱ πρῶτες ἦταν ἀξιοπρεπέστατες, ἁπλὲς μέχρι ἐκεῖ ποὺ δὲν παίρνει, δὲν ἐπεδείκνυαν τὰ λεφτά τους, χαμογελαστές, καταδεκτικὲς κι εὐγενικὲς μὲ ὅλους, ἐννοῶ καί μαζί μας.
Οἱ τῆς δεύτερης κατηγορίας μᾶς ἀγνοοῦσαν, δὲν μᾶς ἔλεγαν οὔτε καλημέρα, καὶ φέρονταν μὲ τρόπο ποὺ ἔδειχνε ὅτι μᾶς ἀνέχονταν σὰν νὰ ἤμασταν ἀναγκαῖο κακό· οἱ διαταγὲς τους ἀπευθύνονταν σὲ οἰονεὶ δουλικά– ἐμεῖς ὅμως διαφέραμε ἀπὸ τὰ κανονικὰ δουλικά, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι εἴχαμε ἐλπίδες, ἂν εἴχαμε λίγη τύχη καὶ πολὺ μυαλὸ κι ἂν ἤμασταν ἐργατικές, νὰ γίνουμε κομμώτριες μιὰ μέρα. Μαθαίναμε τὴν τέχνη, κι αὐτό ἀπέκλειε αὐτομάτως τὴν προοπτικὴ τῆς ὑπηρέτριας. Αὐτές κυρίως ἦταν ποὺ ἔμεναν μεγάλο μέρος τῆς ἡμέρας στὸ κομμωτήριο, καὶ σ’ αὐτές προσφέραμε πολύωρες ὑπηρεσίες. Πρὶν φύγουν, μᾶς ἔδιναν πενήντα λεπτὰ ἢ μιά δραχμή, κι ἐμεῖς λέγαμε εὐχαριστῶ.
Στὴ διάρκεια τοῦ διαλείμματος μεταξὺ περιποίησης προσώπου καὶ φτιαξίματος μαλλιῶν, τηλεφωνοῦσαν στοῦ «Στρατῆ» καὶ παρευθὺς κατέφθανε τὸ γκαρσόνι τρεχάτο μὲ τὰ μακριὰ σάντουιτς – ἐμεῖς τὰ βλέπαμε καὶ μᾶς ἔτρεχαν τὰ σάλια. Μερικὲς φορὲς τὰ παρατοῦσαν μισοφαγωμένα κι ἀφοῦ ἀποχωροῦσαν ἀεράτες καὶ ποζάτες, ἡ Λίζα, ἡ ἀρχικομμώτρια, ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ μικρότερη: «Τὸ θέλεις;» ρωτοῦσε· καὶ φυσικά τὸ ἤθελε. Ὅταν τύχαινε νὰ δοκιμάσω ἀπὸ τὸ σάντουιτς ἔστω καὶ τρεῖς μπουκιές – μὲ σαλάμι, θυμᾶμαι, καὶ μουστάρδα –, εὐγνωμονοῦσα τὴ τύχη μου.
Ἡ Λίζα ἦταν ἡ ἐργοδότρια. Κοντὴ στὸ μπόι, πολὺ μελαχροινή, ἀλλὰ μὲ μιὰ γοητεία ποὺ σαγήνευε τοὺς πάντες. Πρώτη φορὰ τὴν ἀντίκριζες, τὴ θυμόσουν γιὰ μιά ζωή. Ἔτσι μοῦ φαινόταν. Κούρευε καὶ χτένιζε μετὰ τὴν προετοιμασία ποὺ ἦταν δική μας εὐθύνη, τὶς βαφὲς τὶς ἀναλάμβανε προσωπικῶς. Ἀνέθετε τὶς εὔκολες περιπτώσεις στὶς μεγαλύτερες μαθητευόμενες, ἕνα στάδιο ὑψηλότερα ἀπὸ ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο βρισκόμασταν ἐμεῖς. Ἀπασχολοῦσε δύο ἀκόμα διπλωματοῦχες κομμώτριες καὶ τρεῖς αἰσθητικούς.
Ἡ Λίζα δεξιωνόταν πολλὲς ἀπὸ τὶς πελάτισσες στὸ ἰδιαίτερο γραφεῖο της, ὅπου τὰ ἔλεγαν μὲ τὶς ὧρες. Αὐτές μὲ τὰ μπικουτὶ στὸ κεφάλι, ἐκείνη μὲ ντύσιμο καὶ μακιγιὰζ στὴν πέννα, ὅλες μὲ τὸ τσιγάρο Ντελίς ἀναμμένο νὰ τὶς λιβανίζει. Εἶχε μεγάλον κύκλο γνωριμιῶν, τώρα λέω πὼς πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἄφθαστη σ’αὐτό ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε δημόσιες σχέσεις.
Ὡς ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς βοηθητικές, δὲν ἔμοιαζα μὲ κόρη της, ἀλλὰ μὲ ἀδελφή της. Ἀπὸ τὰ κορίτσια ἡ Λίζα ἐμένα ξεχώριζε, κι ὁ λόγος θὰ φανεῖ ἀμέσως παρακάτω.
Μᾶλλον τῆς θύμιζα τὶς ἐπαγγελματικὲς πρωταρχές της· ἀπὸ χωριὸ ἀριστερῶν κι αὐτή, κυνηγημένη ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ στρατὸ καὶ μὲ πατέρα κομμουνιστὴ δεδηλωμένο, μ’ ἐξορίες καὶ ξύλο, βρέθηκε στὴ μεγάλη πόλη γιὰ νὰ χάνεται στὸ πλῆθος. Ἡ ἴδια μόνον ἤξερε τι ταπεινώσεις ὑπέστη, στηρίχτηκε στὴν εὐφυΐα καὶ στὴ σκληρὴ δουλειὰ κερδίζοντας διελκυστίνδες κι ἔφθασε ἐκεῖ ποὺ ἔφθασε, δηλαδὴ ἔγινε τὸ πρῶτο ὄνομα στὴν τέχνη τῆς κομμωτικῆς.
Κάποια μεσημέρια καλοῦσε ταξὶ ποὺ ἔπαιρνε τὶς δυό μας ἀπὸ τὸ κομμωτήριο, μᾶς πήγαινε στοῦ «Στρατῆ» καὶ περίμενε ἀπ’ ἔξω μέχρι νὰ φᾶμε, ἔπειτα μᾶς ξαναφόρτωνε καὶ πίσω στὸ κομμωτήριο, παραμονὲς ἑορτῶν κι ἀργιῶν ποὺ εἴχαμε φούρια. Νοιαζόταν καὶ τὶς ὑπόλοιπες μικρές, ὄχι στὸν ἴδιο βαθμὸ μ’ ἐμένα.
Εἶχε ὀργανωθεῖ μιὰ ἀπεργία κι ἔπεσα σὲ δίλημμα.
Ἀπὸ τὴ μιά ἡ Λίζα, ποὺ δὲν ἤθελα μὲ τίποτα νὰ δυσαρεστήσω· ἦταν τὸ ἀφεντικό μου, χάρη στὰ ψίχουλα ποὺ μοῦ ἔδιναν οἱ κυρίες στὸ κομμωτήριό της ἐνισχυόταν ἡ δυνατότητα ἐξασφάλισης τοῦ ψωμιοῦ τῆς οἰκογένειας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἐξόριστος πατέρας μας, νέα του δὲν εἴχαμε ἀπὸ τὴ Βουδαπέστη· τὸ φάντασμά του ὁδηγοῦσε τὰ βήματά μου. Τὸ νὰ μὴν ἀπεργήσω ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἀσυγχώρητη προσβολὴ στὸ πρόσωπο καὶ στοὺς ἀγῶνες του, εἶχα καθῆκον νὰ στηρίξω τὴν ἀπεργία.
Κατέληξα πὼς ὑποχρεωνόμουν νὰ ἐπιλέξω τὸν δρόμο ποὺ εἶχε ἀκολουθήσει ἐκεῖνος, παρά τὶς φοβέρες καὶ τὶς ξυλιὲς τῆς μάνας μου, ποὺ προσπάθησε ματαίως νὰ μὲ ἀποτρέψει. Ποιό παιδὶ ἀκούει τὴ μάνα του – εἶδαν τὰ ματάκια της κι ἐκείνης τῆς τρισάθλιας.
Παραμονὴ τῆς ἀπεργίας ζήτησα νὰ μιλήσω στὴ Λίζα ἰδιαιτέρως. Φυσικὰ ἤμουν ἡ μόνη ποὺ θὰ ἀπεργοῦσα, γιὰ τὶς ἄλλες οὔτε λόγος, καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ συζητᾶμε τέτοια στὸν χῶρο ἐργασίας μας. Τῆς εἶπα ὅτι σκεπτόμουν (ἐκτιμοῦσα ἦταν ἡ σωστὴ λέξη, μὰ δὲν τὴν εἶχα εὔκολη ἐκείνη τὴ δύσκολη στιγμή, δὲν τὴν εἶχα εὔκολη γενικῶς) ὅσα ἔκανε πάντα γιὰ μένα κι ὅτι τὴν εἶχα σὰν μάνα μου (τὸ τελευταῖο δὲν τὸ πίστευα πραγματικά, καὶ μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ τῆς ἄρεσε), ἀλλὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν πάρω μέρος στὴν ἀπεργία, ἀπὸ πεποίθηση.
Ἤμουν ἕνα φαιό, ἀκατέργαστο, ὑπανάπτυκτο κοράσιο, ἀλλὰ στὰ πολιτικὰ ἤμουν ξεφτέρι. Εἶχαν φροντίσει γι’ αὐτό ἐξάδελφοι, θεῖοι, ἡ ἴδια ἡ μάνα μου, ἡ μεγαλύτερη ἀδελφή μου.
Θύμωσε, μὲ προειδοποίησε· ἂν τολμοῦσα νὰ μὴν πάω στὸ κομμωτήριο καὶ γινόμουν ἕνα μὲ τοὺς ἀπεργούς, θὰ μ’ ἔδιωχνε καὶ νὰ πρόσεχα καλά. Ντροπή, κοτζὰμ κοπέλα τέτοια καμώματα, τί δουλειὰ εἶχα ἐγώ ν’ ἀνακατεύω τὴ μούρη μου στὰ ἐργατικὰ καὶ τὰ πολιτικά, καὶ μὴν διανοηθῶ νὰ πῶ καμιὰ κουβέντα στὶς ἄλλες καὶ ξεσηκώσω καμιά τους, μαῦρο φίδι θὰ μ’ ἔτρωγε, νὰ τὸ βάλω γερά στὸ ξερό μου τὸ κεφάλι πὼς ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἤμουν μὲ τὸ ἕνα πόδι ἔξω ἀπ’ τὸ μαγαζί της. Καὶ τὸ ἐννοοῦσε. Εἶπα μόνο «Νὰ μὲ συγχωρεῖτε», δάκρυα μοῦ ἀνέβηκαν, εὐτυχῶς δὲν ἔτρεξαν, ἔσκυψα τὸ κεφάλι καὶ ξαναγύρισα στὰ τσιμπιδάκια μου.
Τὴν ἑπομένη – ἐπίμαχη μέρα – ἀντὶ νὰ πάω στὴ δουλειά, ἀκολούθησα τὸ συλλαλητήριο. Ἐκείνη πραγματοποίησε τὴν ἀπειλή της· τὴν μεθεπομένη ποὺ ἐμφανίσθηκα μουδιασμένη, μόνο ποὺ δὲν μὲ κλώτσησε.
Δὲν πρόλαβα ὅμως νὰ κλάψω ἀρκετὰ γιὰ τὶς βρισιὲς, ποὺ πιὸ πολὺ μὲ πονοῦσαν. Σὲ τέσσερις μέρες μὲ κάλεσε νὰ ξαναπάω, λέγοντας πὼς ἂν ἔμενε σ’ ἐκείνη θὰ ἦταν ὁριστικὸ τὸ λάκτισμα, ἀλλὰ τί νὰ ἔκανε ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χαλάσει τὸ χατήρι τοῦ πατέρα της. Σ’ ἐκεῖνον τὸ χρωστοῦσα, μοῦ εἶπε, ἂν καὶ κατάλαβα ὅτι εἶχε κιόλας ξεθυμώσει, εὐχαρίστως μὲ ξαναπῆρε. Διότι ὁ πατέρας της πῆγε, τὴν κατακεραύνωσε, «Δὲν ἔχεις τσίπα καθόλου;» τὴν ἐπέκρινε, τὰ ἴδια του τὰ λόγια, δὲν εἶχε δυσκολία νὰ τὰ ἐπαναλάβει, ἐξάλλου τὸ δικό του περιβάλλον τῆς ἦταν οἰκεῖο, μέσα στὸ κίνημα ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια. Δὲν μοῦ εἶπε πόσα ἀκομα τῆς ἔψαλε. Ὅσο γιὰ μένα, ἐπιβεβαίωνα γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν εὐθυκρισία καὶ τὴ γενναιοφροσύνη ποὺ ἡ Λίζα εἶχε κατὰ βάθος, κυρίως τὰ κατάλοιπα ποὺ τῆς εἶχε ἀφήσει ἡ ἐποχὴ τῶν ὀραμάτων γιὰ μιὰ καλύτερη ζωή, ἡ ὁποία δὲ στάθηκε δυνατό νὰ τὴν ἀλλάξει ἐντελῶς· τὰ κατάφερε, γιατὶ ἔκοβε μονέδα ἡ ἐπιχείρηση τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀλλὰ θυμόταν πὼς ἀπὸ μικρούλα σὲ κομμωτήριο εἶχε ξεκινήσει καὶ ἡ ἵδια.
Τέτοιο διαπρεπὲς κομμωτήριο εἶχε καταφανῶς ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τοῦ καλλωπισμοῦ τῶν διάσημων κεφαλιῶν τῆς ἐποχῆς, δικῶν μας καὶ ἀλλοδαπῶν, τὰ ὁποῖα εἴτε προσέρχονταν σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα, εἴτε χτενίζονταν σὲ ἐπίσκεψη-ἀστραπὴ διερχόμενα ἀπὸ τὴν πόλη. Μιᾶς καὶ οἱ ἄνδρες κουρεύονταν καὶ ξυρίζονταν στὰ μπαρμπέρικα, μιλᾶμε γιὰ γυναῖκες μόνο.
Ἡ Σοφία Λῶρεν, ἂς ποῦμε, ἦρθε νὰ χτενιστεῖ μετὰ ἀπὸ συνεννόηση τῆς Λίζας μὲ τοὺς ἀτζέντηδες μέσω μεταφράστριας ἀπὸ τὴν προηγουμένη, κι ἐμεῖς διαταχθήκαμε νὰ φορέσουμε ὅ,τι καλύτερο εἴχαμε. Εἶχα βάλει τὰ λουστρίνια τῆς ἀδελφῆς μου καὶ μπαινόβγαιναν τὰ πόδια μου σὰν σὲ παντόφλες, τὸ δέ πουκάμισό της μοῦ ἔφθανε στὰ γόνατα. Τέλος πάντων, μᾶς χτένισαν προσεκτικά, σουλουπωθήκαμε καὶ παραταχθήκαμε ὅλες γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ ἀπαστράπτον ὄν. Μιά ἀπὸ τὶς μαθητευόμενες, αὐτή ποὺ ἤξερε τὰ λίγα ἀγγλικά, εἶχε ἤδη ἐπιστρατευθεῖ πρὸς μεταφραστικὴ ἐξυπηρέτηση τῆς Λίζας, ποὺ ἀνέλαβε τὴν ἠθοποιὸ αὐτοπροσώπως. Ἐμεῖς, ἀπασχολημένες μὲ τὶς ἄλλες πελάτισσες, ρίχναμε διαρκῶς κλεφτὲς ματιὲς πάνω στὴν ἀντανάκλαση τοῦ προσώπου τῆς ἠθοποιοῦ στὸν καθρέπτη, ζούσαμε κάτι μαγικό, ἡ λάμψη της μᾶς τύφλωνε, δὲν τὴν χορταίναμε. Ἁπλῆ καὶ πρόσχαρη, μετὰ ἀπὸ μιά ὥρα μὲ λούσιμο, ρολά, κάσκα καὶ χτένισμα σχολαστικὸ ἡ Σοφία κοιτάχτηκε, εὐχαρίστησε, χάρισε ἕνα πλατὺ γενναιόδωρο χαμόγελο σὲ ὅλο τὸ μαγαζὶ καὶ ἀπῆλθε μ’ ἐκεῖνο τὸ χαρακτηριστικὸ βάδισμά της, χωρὶς νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ταμεῖο.
Θυμόμουν τῆς Λίζας τὰ χέρια· κινήσεις χειρουργοῦ σὲ κρανίο κατὰ τὴ διαδικασία λεπτῆς καὶ δύσκολης ἐγχείρισης, τὰ δάχτυλά της χάιδευαν σὰν κάτι πολύτιμο, σπάνιο, δυσεύρετο τὶς τρίχες τῆς Σοφίας. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῆς ἠθοποιοῦ, ἡ Λίζα ἄφησε ἕναν στεναγμὸ ἀνακούφισης, μᾶς ἔδωσε ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο τάλληρο καὶ μᾶς εἶπε ὅτι ὁ λογαριασμὸς εἶχε – γενναιόδωρα γιὰ μᾶς τὶς μικρές – προεξοφληθεῖ.
Στὸ κομμωτήριο βρίσκονταν λίγες πελάτισσες ἐκείνην τὴν ὥρα· ἀλλιῶς, ἕνα ἄρτι χτενισμένο μὰ δυσάρεστα διογκωμένο καζάνι κοασμάτων κι ἀκατάσχετης φλυαρίας περὶ τὰ ἀνούσια καὶ σὲ γλῶσσα ποὺ δὲν καταλάβαινε, θὰ τὴν ἀπογοήτευε τὴ Σοφία. Καὶ οἱ συμπατριῶτες της ὅμως, κι ὄχι μόνο, ὅταν εἶναι πολλοὶ μαζί, τὴν ἴδια φασαρία κάνουν, σκέπτομαι.
Ἔλεγαν «Ἡ κυρία ἰατροῦ», «Ἡ κυρία στρατηγοῦ», «Ἡ κυρία διοικητοῦ», χωροφυλακῆς ἢ στρατοῦ ἀναλόγως, τ’ ὄνομα δὲν ἦταν ἀπαραίτητο πάντα. Ἐφ’ ὅσον ἔρχονταν συχνὰ καὶ ἦταν γνωστές, δὲν ἀναφερόταν ποτέ. Μ’ αὐτές ἡ Λίζα δὲν εἶχε πολλά-πολλά, οἱ ἠθοποιοὶ ὅμως τοῦ σινεμὰ καὶ τοῦ θεάτρου, οἱ ἀοιδοί, οἱ μεγαλομοδίστρες ἦταν φίλες της.
Εἶχε λοιπὸν ἔρθει στὴν πόλη ἡ Τζένη Βάνου, ποὺ κάθε ἀπόγευμα χτενιζόταν γιὰ νὰ ἐμφανισθεῖ κατόπιν στὴ Ρομάντικα. Κι ἕνα βράδυ, ἀφοῦ τελειώσαμε τὴ δουλειά, ἡ Λίζα μὲ πῆρε μαζί της μὲ τὸ ναυλωμένο ταξί, γιὰ νὰ πᾶμε στὸ κέντρο νὰ τὴν ἀκούσουμε.
Φτάσαμε στὸ μαγαζὶ κουρασμένες καὶ πεινασμένες, ὁ κόσμος δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα, ἡ Λίζα χαιρέτησε τὰ γκαρσόνια καὶ κατάλαβα ὅτι ἦταν τακτικὴ θαμὼν ἐκεῖ, καθήσαμε ἀντικριστὰ μπρὸς σ’ ἕνα τραπέζι κολλητὸ μὲ τὴν πίστα καὶ περιμέναμε. «Τρῶμε μιὰ μακαρονάδα; Τί λές;»Ρώτησε καί, χωρὶς νὰ περιμένει ἀπάντηση, φώναξε ἕναν σερβιτόρο καὶ παρήγγειλε.
Σὲ λίγο ἔφθασε ἡ Τζένη καὶ κάθησε μαζί μας. Συζητοῦσαν, γελοῦσαν οἱ δυό τους, κόσμος ἄρχισε νὰ μπαίνει στὸ κέντρο, ποὺ γέμισε γρήγορα, ἄναψαν ὅλα τὰ φῶτα. Ἔφθασαν καὶ οἱ μακαρονάδες ἀχνιστές, τὶς κοίταζα καταπίνοντας ὅλη τὴν ὥρα. Τόσο, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ θυμηθῶ γιὰ ποιά θέματα μιλοῦσαν καὶ τί εἴδους ἀστεῖα μεταξύ τους τὶς ἔκαναν νὰ γελᾶνε τόσο δυνατά, δὲν ἄκουγα λέξη ἀπ’ ὅσα ἔλεγαν, τὸ μυαλό μου στὴ ζεστὴ μακαρονάδα κι ἀδημονοῦσα νὰ ξεκινήσουμε ἐπιτέλους, μόνον αὐτό σκεπτόμουν, γι’ αὐτό ζοῦσα.
Πλήν, ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἡ Λίζα δὲν ἔλεγε νὰ γυρίσει μπροστὰ στὴ μακαρονάδα της. Δὲν τολμοῦσα ν’ ἀρχίσω μόνη μου, οὔτε καταδεχόμουν νὰ ζητήσω τὴν ἄδειά της, ἂν καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ μοῦ τὴν ἔδινε. Ἡ συστολή μου εἶχε νὰ κάνει μὲ τὸ συναίσθημα τῆς λύπης ἀπέναντι σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει νὰ φάει, καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὸ προκαλέσω οὔτε σ’ ἐκείνη, οὔτε στὴ Τζένη.
Ὅταν ἀποφάσισα νὰ φάω κι ὅ,τι ἤθελε ἂς γινόταν, ἀφοῦ δὲν μποροῦσα πιὰ νὰ κρατηθῶ, ἔνιωσα καὶ πάλι νὰ διστάζω, αὐτήν τὴν φορὰ ὅμως εἶχε προκύψει ἕνα ἐπιπλέον ἄλυτο πρόβλημα· ὁ σερβιτόρος μᾶς ἔβαλε πηρούνι καὶ κουτάλι μαζὶ μὲ τὰ πιάτα μας. Σὲ τί θὰ χρησίμευε ἐκεῖνο τὸ καταραμένο κουτάλι, ἀπίθανο νὰ τὸ ξέρω· γιὰ νὰ μᾶς τὸ φέρει ὅμως, σίγουρα κάτι θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουμε καί μὲ τὸ κουτάλι. Περίμενα ἑπομένως φρόνιμα, μὲ τρικυμία ὡστόσο στὴν ψυχή, νὰ ἐπιστεῖ ἡ στιγμὴ ποὺ θ’ ἄρχιζε πρώτη ἐκείνη, γιὰ νὰ δῶ πῶς χρησιμοποιοῦν τὸ κουτάλι στὴ μακαρονάδα καὶ τί ρόλο θὰ ἔπαιζε τὸ πηρούνι. Γιὰ νὰ ρωτήσω δὲν ὑπῆρχε περίπτωση, βέβαια, αὐτό ἦταν ποὺ θὰ μὲ κατανρόπιαζε. Ὑπέμενα αἰδημόνως τὴν κατάσταση, ὅλη ἡ ὕπαρξή μου μιὰ ἀπαντοχή.
Κι αὐτές νὰ μιλᾶνε καὶ νὰ γελᾶνε καὶ δός του νὰ τσουγκρίζουν τὰ ποτήρια μὲ τὸ κρασί, ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀρχίσει ἡ μακαρονάδα νὰ τρώγεται, καμιά ἔνδειξη ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Λίζας. Ἔτσι ὅπως εἶχα ἐγκλωβιστεῖ στὴν ψωροπερηφάνεια μου, ἀφοῦ δὲν θὰ ἔδινα ἀφορμὴ νὰ γελάσουν καὶ νὰ μὲ ποῦν «ἀπὸ χωριό», τὸ πῆρα ἀπόφαση πὼς θὰ τὴν ἔτρωγα κρύα, κι ἂς ἦταν ὁλόκληρη ἐνώπιόν μου, ἀποκλειστικὰ γιὰ μένα. Καὶ οἱ πτωχαλαζόνες δὲν πορεύονται στὴ ζωὴ δίχως ἐπιτίμια.
Ἐκείνη μὲ τὴ Τζένη καὶ μὲ τὴ Τζένη.
Ἡ τραγουδίστρια σηκώθηκε, «Πάω» εἶπε, μετὰ ἀπὸ λίγο ἄρχισε νὰ ἅδει καὶ νὰ καταχειροκροτεῖται, ἡ Λίζα ἔπινε τὸ κρασί της, ἀλλὰ τὸ ζυμαρικὸ δὲν τὸ ἄγγιζε. Χειροκρότημα θερμὸ στὸ πέμπτο τραγούδι τῆς Τζένης, στὸ ἕκτο, στὸ ἕβδομο, οἱ μακαρονάδες κρύωσαν. Ὅταν ἄρχισε νὰ λέει τὸ «Σ’ ἀγαπῶ», ἡ Λίζα φώναξε τὸ γκαρσόνι καὶ παρήγγειλε δεύτερο μπουκάλι κρασί, κι οὔτε μια ματιὰ στὸ πιάτο, τὸ πηρούνι καὶ τὸ κουτάλι. Ἐγώ παρατηροῦσα χωρὶς ἐνδιαφέρον τὴν αἴθουσα, τὸν κόσμο, τὴ Τζένη καὶ τὴν ὀρχήστρα, τρώγοντας τὴ μακαρονάδα μὲ τὸ μυαλό, καὶ τὸ στομάχι ποὺ διαμαρτυρόταν, ἐνῷ ἐκείνη ἄθικτη μοῦ ἔκλεινε εἰρωνικὰ τὸ μάτι.
Κόντεψε ν’ ἀδειάσει καὶ τὸ δεύτερο μπουκάλι, τὸ πρόγραμμα τῆς Τζένης κάποτε τελείωσε, θυμᾶμαι ποὺ ἡ Λίζα εἶπε «Πῆγε μία, αὔριο ἀνοίγουμε πρωί», καὶ σηκώθηκε. Ἐγώ ἔριξα μιὰ μελαγχολικὴ ματιὰ στὶς κρῦες μακαρονάδες ποὺ ἀκόμα περίμεναν στὸ τραπέζι μὲ τὰ γυαλιστερὰ κουταλοπήρουνα στὰ πλάγια.
Ἀγκαλιάστηκαν καὶ φιλήθηκαν πολλὲς φορὲς μὲ τὴ Τζένη, βγήκαμε ἀπὸ τὸ κέντρο καὶ μπήκαμε στὸ ταξί. Στὴ διαδρομή, μέχρι νὰ μ’ ἀφήσουνε σπίτι μου, ἡ Λίζα τραγουδοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ τραγούδια τῆς Τζένης.
Δὲν πρέπει νὰ εἶχε ἀντιληφθεῖ τὸ πιάτο ποὺ εἶχαν βάλει μπροστά της, μᾶλλον δὲν τῆς ἔμεινε καιρὸς νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ στομάχι της· τέτοια λαχτάρα εἶχε νὰ χορτάσει ἀπὸ Τζένη. Ἴσως εἶχε ξεχάσει τὴν παραγγελία της. Σίγουρα τῆς εἶχε περάσει ἡ ὄρεξη νὰ φάει. Τὸ τελευταῖο ποὺ σκέπτομαι, ἂν καὶ τὸ θεωρῶ λίγο πιθανό, εἶναι πὼς ἴσως κι ἐκείνη, σὰν κι ἐμένα, νὰ μὴν ἤξερε πῶς χρησιμοποιοῦν τὸ κουτάλι στὴ μακαρονάδα…
Say your opinion