Κώστας Ζαφειρίου's picture
Published 12/08/2013

Πετάξτε μακριά!

Στο κομοδίνο του είχε πάντα μία βαριά, καλοτυπωμένη βιογραφία. Ο κύριος Π. ήξερε πως να ρυθμίζει τα όνειρά του και να ζει ζωές άλλων ανθρώπων στις λιγοστές ώρες του ύπνου. Δίπλα απ' το βιβλίο ένα ποτηράκι νερό κι ένα ρολόι, κοσμικός μετρονόμος που βημάτιζε κάθε δευτερόλεπτο σε ένα χάρτινο υφαντό ύπαρξης. Η κυρία Π. δεν τα ήθελε καθόλου τα βιβλία. Όλο το σπίτι μια τεράστια βιβλιοθήκη. Παντού χαρτί και σκόνη. Σκόνη... τόση σκόνη. Σκόνη στα μάτια, σκόνη στα ρουθούνια και στα πνευμόνια, σκόνη στο φως, σκόνη στη σκιά. Ο κύριος Π., γιατρός στο επάγγελμα, είχε τα τελευταία χρόνια αφήσει τη δουλειά, λόγω ηλικίας. Τον χρόνο του τώρα τον περνούσε ζώντας ζωές άλλων, μιας και οι μέρες που με σίγουρο χέρι έσωζε ζωές άλλων, είχαν περάσει πια ανεπιστρεπτί. Η κυρία Π. συνήθιζε να παίρνει το πρωινό της στο καθιστικό, χειμώνα-καλοκαίρι. Ένα ολοκάθαρο, λευκό φλιτζανάκι ελληνικό καφέ που άστραφτε σαν χιονονιφάδα και τρία μπισκοτάκια κανέλας με κρυσταλλική ζάχαρη. Γύρω της σκόνη και βιβλία. Τόσα πολλά βιβλία. Σαράντα ολόκληρα χρόνια, χωρίς κανείς να το ξέρει η κυρία Π. πόζαρε από τις εφτά έως τις οχτώ το πρωί για τον επόμενο μεγάλο ζωγράφο του απόλυτου ελληνικού γοτθικού πορτραίτου. Μόνο που ο ζωγράφος δεν άκουσε ποτέ το ξυπνητήρι.

Ο κύριος Π. αγαπούσε πολύ την κυρία Π. Κι εκείνη το ίδιο. Η κυρία Π. μισούσε μόνο τα βιβλία. Γιατί ήταν πολλά. Λεγεώνα από βιβλία αραδιασμένα ανάμεσα στη σκόνη τους πάνω στα ράφια, παραταγμένα κι επιθετικά. Έτοιμα να πάρουν θέση στο μυαλό του κύριου Π. γεμίζοντας τους ατάραχους θαλάμους του εγκεφάλου του με αναμνήσεις από ζωές άλλων.

Η κυρία Π. τα τελευταία χρόνια είχε ξεκινήσει ένα νέο χόμπι για να περνά ή ώρα της. Τάιζε καναρίνια και διάφορα άλλα ωδικά πουλιά σε κλουβάκια στην αυλή πίσω απ' το κουζινάκι του προσφυγικού σπιτιού τους. Κυρίως για να φεύγει λίγο μέσα απ' τη σκόνη...
Ο κύριος Π. δεν αγαπούσε και πολύ τα πουλιά της κυρίας Π. Μια νύχτα στον ύπνο του είδε ότι έβγαινε λέει απ' την τζαμόπορτα, πατώντας στις μύτες των ποδιών, και σαν παράδοξος, αφύσικος γάτος, άνοιγε ένα ένα τα κλουβάκια και τα πουλιά έφευγαν, πετούσαν μακριά!
Ποτέ δεν το παραδέχτηκε αυτό του το όνειρο στην κυρία Π.
Ώσπου κάποτε ο κύριος Π. πέθανε ήσυχα στον ύπνο του, στο στήθος του ανοιχτή μία βιογραφία κάποιου φιλοσόφου του 19ου αιώνα.
Η κυρία Π. ξύπνησε ωστόσο, πλύθηκε, μάζεψε τα μαλλιά της ευλαβικά σε καθωσπρέπει κότσο και ξεκίνησε την ιεροτελεστία του ελληνικού καφέ. Στο δεύτερο κουλουράκι κανέλας κατάλαβε ότι ο κύριος Π. δεν επρόκειτο να σηκωθεί εκείνη τη μέρα.
Όταν έφτασε το ασθενοφόρο στο σπίτι ήταν ήδη αργά. Η κυρία Π. απαρηγόρητη κάλεσε όλο το σόι στο σπίτι για τα σχετικά. Πάντα θλιβερές οι κηδείες και τα θανατικά. Έμελλε εκείνη τη νύχτα να φτιάξει μαζεμένους τόσους ελληνικούς καφέδες που έκανε μήνες να ξαναπιεί κι εκείνη. Όμως το μυαλό της το τριβέλιζε ένα μόνο πράγμα. Η σκόνη. Τα βιβλία. Τόση σκόνη. Τόσα βιβλία.

«Αντωνάκη μου... Τώρα που ο θείος έφυγε, θα ήθελα να με βοηθήσεις να ξεκαθαρίσουμε λίγο εδώ μέσα.» παρακάλεσε έναν έφηβο ανιψιό που κατά τύχη θυμήθηκε σωστά το όνομά του.
Το ερχόμενο πρωί ο Αντωνάκης βρήκε την κυρία Π. στο σπίτι κοντά στο ορθάνοιχτο παράθυρο του καθιστικού. Με μηχανικές κινήσεις πετούσε τα βιβλία απ' το μπαλκόνι στο δρόμο χωρίς να κοιτά πέρα απ' τα χέρια της. Τα ένιβε ευχαρίστως από τα τόσα χρόνια σκόνης...
Ο Αντωνάκης δεν είχε φυσικά τα χρόνια του συγχωρεμένου του θειου του. Ούτε είχε ζήσει τόσες ζωές. Και δεν αγαπούσε και πολύ το διάβασμα. Τι να ήταν άραγε αυτό που τον έκανε να πάρει τη θεία του αγκαλιά και να την καθίσει ήρεμα στην καρέκλα;
Πολύ δύναμη, για έναν τόσο μικρό Αντωνάκη, θα χρειάστηκε για να σηκώσει μια γεμάτη αγκαλιά σκονισμένα βιβλία βαριά. Φιλοσοφία, γλώσσα, θεολογία, ποίηση. Άλλη τόση θα χρειάστηκε για να τα πετάξει με φόρα απ' το παράθυρο.
«Πετάξτε! Φύγετε μακριά! Γίνετε πουλιά και πετάξτε!»
Και όπως το είπε, έτσι έγιναν. Λευκά πουλιά. Τίναξαν τη σκόνη απ' τα χάρτινα φτερά τους και ξέξασπρα πέταξαν... μακριά...

Say your opinion

Log in to post comments