Κώστας Ζαφειρίου's picture
Published 12/15/2013

Η Χαμένη Ηχώ του Σ' αγαπώ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία μακρινή Χώρα που είχε πάντα ζέστη και ο ήλιος έλαμπε πολλές ώρες την ημέρα, υπήρχε ένας ψηλός πύργος. Εκεί έμενε μια όμορφη Βασιλοπούλα που την έλεγαν Εσπέρια.

Κάθε μέρα έβγαινε στο μπαλκόνι του ψηλού πύργου της, καθόταν δίπλα στα ανθισμένα χρυσάνθεμα και τα ρώταγε:

- Που είναι ο καλός μου λουλούδια μου;

- Στον πέρα πύργο, ομορφιά του πύργου.

- Στον πέρα πύργο μ' αγαπάει;

- Στον πέρα πύργο, σ' αγαπάει. Τους Χιονόδρακους μονάχος πολεμάει.

- Στείλτε μέλισσα κι αηδόνι, να του πουν πως περιμένω μόνη.

Και κάθε πρωί η μέλισσα και τ' αηδόνι ξεκινούσαν το ταξίδι τους. Πέρα απ' τις κρυσταλλιασμένες λίμνες, πάνω απ' τα άκαρπα δέντρα του βορρά, πάνω απ' τη θάλασσα την ηλιοφιλημένη και τα καταχνιασμένα ψηλά βουνά. Ως έναν άλλον πύργο, θεόρατο και συννεφιασμένο.

Και πάνω εκεί, με το σπαθί του στο χέρι και μία ασπίδα στητή και άσπαστη, στεκόταν ένα Βασιλόπουλο, όμορφο κι αντρειωμένο, που το λέγανε Αγαστό. Πολεμούσε τους Χιονόδρακους που έρχονταν με φούρια απ' τον Απάτητο Βοριά. Και φέρνανε χιόνι, κρύο και παγερές ανάσες. Στα φτερά τους είχαν φολίδες απ' του κόσμου όλα τα κακά και στα μάτια τους έκαιγε ψυχρή, η αιώνια νύχτα.

Το Βασιλόπουλο ο Αγαστός στεκόταν εκεί μερόνυχτα και μήνες και χρόνια. Φοβέρα δεν γνώριζε καμιά, γιατί το θάρρος του ήταν ξακουστό σε όλους του τρανούς Ρηγάδες της Χώρας.

Όμως δε μιλούσε ποτέ του γιατί είχε κατάρα και δεσμά πως αν μιλούσε την ημέρα, θα πάγωνε ευθύς.

Παρά μόνο κάθε νύχτα που ερχότανε, όταν οι Χιονόδρακοι κοιμόντουσαν, έλυνε την ασπίδα του, άφηνε το σπαθί κάτω και πρόβαλε στις πολεμίστρες του θεόρατου πύργου του. Και από εκεί φώναζε μία και μόνο φορά,

«Σ' αγαπώ!»

Το σ' αγαπώ πέθαινε σαν έπεφτε στις πλαγιές των βουνών, αλλά εκεί πάνω στα κοφτερά βράχια γεννιόταν η ηχώ του, που την έβρισκαν η μέλισσα και τ' αηδόνι. Και μόλις η ηχώ ξεπετιόταν η μέλισσα την τάιζε μέλι και τ' αηδόνι την ταχτάριζε με γλυκό τραγούδι.

Η ηχώ του σ' αγαπώ ταξίδευε ακολουθώντας τη μέλισσα και τ' αηδόνι. Καθώς περνούσαν απ' τα καταχνιασμένα ψηλά βουνά η ηχώ ανάσαινε λίγη καταχνιά. Πάνω απ' τη θάλασσα την ηλιοφιλημένη, λουζόταν με φως κι αλάτι. Στ' άκαρπα δέντρα του βορρά, έβρισκε ένα πράσινο φύλλο και ντυνόταν και στις κρυσταλλιασμένες λίμνες στεκόταν και καμάρωνε τη χάρη και την ομορφιά τους.

Και έτσι, κάθε καινούρια αυγή, έφτανε στ' αυτιά της Βασιλοπούλας η ηχώ του σ' αγαπώ, αχνή και θερμή σα γέλιο. Ολόχαρη τότε η Εσπέρια ξανάβγαινε στο μπαλκόνι με την καρδιά της ζεστή και πάλι απ' την αρχή, ρωτούσε τα χρυσάνθεμά της:

- Που είναι ο καλός μου λουλούδια μου;

- Στον πέρα πύργο, ομορφιά του πύργου.

- Στον πέρα πύργο μ' αγαπάει;

- Στον πέρα πύργο, σ' αγαπάει. Τους Χιονόδρακους μονάχος πολεμάει.

- Στείλτε μέλισσα κι αηδόνι, να του πουν πως περιμένω μόνη.

Και η Χώρα ζούσε, άνθιζε και καρποφορούσε σε μιαν αιώνια ζεστασιά. Όλοι αγαπούσαν την Βασιλοπούλα Εσπέρια και την καμάρωναν σαν έβγαινε στο μπαλκόνι και παίνευαν το ρωμαλέο Βασιλόπουλο τον Αγαστό που ήταν άξιος φύλακας και πρόμαχος στον πέρα πύργο του Βορρά.

Κάποτε, όμως, ο Άρχοντας Χιονόδρακος, παραφύλαξε μες τη νύχτα και είδε με τα μάτια του τη μέλισσα και το αηδόνι να παίρνουν μαζί τους την ηχώ του σ' αγαπώ. Έκανε λοιπόν συμβούλιο και διέταξε:

- Σκοτώστε τη μέλισσα! Πνίξτε τ' αηδόνι!

Οι Χιονόδρακοι υπάκουσαν. Η νύχτα ήρθε ξανά. Το Βασιλόπουλο αποκαμωμένο βγήκε στις πολεμίστρες του θεόρατου πύργου και φώναξε μια και μόνο φορά: «Σ' αγαπώ!»

Το σ' αγαπώ έπεσε στα βράχια κι έγινε κομμάτια και να σου η νεογέννητη ηχώ του. Αλίμονο όμως, γιατί η μέλισσα και το αηδόνι δεν ήταν εκεί αυτή τη φορά.

Η ηχώ του σ' αγαπώ στην αρχή τινάχτηκε πάνω και έφτασε στην κορυφή του πύργου και χάθηκε μες σ΄ τα σκοτεινιασμένα σύννεφα. Είδε τον κεραυνό και τη βροχή. Πάγωσε στον χιονιά. Έπειτα έφυγε και πέρασε απ' τα καταχνιασμένα βουνά, όμως χάθηκε στους πάγους και τα κλειστά μονοπάτια τους. Είδε τότε τη θάλασσα την ηλιοφιλημένη και έτρεξε προς τα κει, μα πετώντας πολύ κοντά στον ήλιο που έδυε, κάηκε.

Κουρασμένη και ανήμπορη, βρέθηκε ύστερα πάνω από ένα άκαρπο δάσος στο βορρά και πήγε κι έπεσε στην αγκαλιά του. Βρήκε μόνο ιστούς και νεκρά φύλλα και το τραγούδι της αράχνης.

Φοβισμένη έτρεξε προς μια κρυσταλλιασμένη λίμνη και κάθισε να ξαποστάσει. Ο πάγος όμως ράγισε, έσπασε. Η λίμνη ταράχτηκε κι ευθύς, την κατάπιε και ξαναπάγωσε.

Και η ηχώ του σ' αγαπώ έμεινε κλεισμένη στα βάθη της λίμνης με μόνη συντροφιά σ' αυτήν την υγρή φυλακή της το φεγγάρι που ασημοδάκρυζε στον ουρανό.

Την αυγή εκείνη η Βασιλοπούλα Εσπέρια δεν ξύπνησε.

Απαλό χιόνι άρχισε να πέφτει και πριν προλάβει κανείς να το καταλάβει οι πολιτείες όλες ντύθηκαν στ' άσπρα. Όλη η Χώρα αναρωτήθηκε, τι να είχε συμβεί;

Βγήκαν όλοι στους δρόμους με δόρατα και σπαθιά στα χέρια, σαν κάτι κακό να είχε γίνει.

Κάποιοι έλεγαν πως γι αυτό έφταιγαν τάχα οι Ρηγάδες.

Άλλοι έλεγαν πως έφταιγε η Βασιλοπούλα. Μερικοί πάλι είπαν πως το Βασιλόπουλο ο Αγαστός, είχε πεθάνει και οι Χιονόδρακοι θα έρχονταν σύντομα στη Χώρα.

Η ηχώ του σ' αγαπώ είχε χαθεί. Μα ποιος το ήξερε;

Η Βασιλοπούλα Εσπέρια κοιμόταν στην κορφή του ψηλού της πύργου και τα όνειρά της δεν αρκούσαν για να την ξυπνήσουν. Στον πέρα πύργο, το Βασιλόπουλο ο Αγαστός, δεν ήξερε ότι η ηχώ του σ' αγαπώ είχε χαθεί...

Αχόρταγοι βοριάδες σηκώθηκαν και άρχισαν να σφυρίζουν με οργή προς τη Χώρα. Οι Χιονόδρακοι έκαναν μια τελευταία επίθεση στον πέρα πύργο και το Βασιλόπουλο με θάρρος απαράμιλλο τους σταματούσε, όπως το' χε η μοίρα του να κάνει. Έναν-έναν τους έκοβε κι άλλοι ερχόντουσαν με λύσσα από ψηλά.

Μάταια. Η ηχώ είχε χαθεί για πάντα. Η Βασιλοπούλα κοιμόταν ακόμη και η Χώρα τυλιγμένη στα σπάργανα του Χειμώνα μάτωνε και υπέφερε.

Το Βασιλόπουλο έβλεπε πως δεν μπορούσε πια ν' αντισταθεί στους Χιονόδρακους και τη μανία τους. Έπρεπε τον πέρα πύργο να τον εγκαταλείψει και να φύγει μακριά, για να ζήσει και μιαν άλλη μέρα να νικήσει οριστικά.

Θηκάρωσε το σπαθί του. Έβαλε στην πλάτη την ασπίδα και εγκατέλειψε τον πέρα πύργο, τον θεόρατο και συννεφιασμένο. Μα όταν έφτασε στην απέναντι πλαγιά, είδε στα κοφτερά βράχια μια μέλισσα σκοτωμένη κι ένα αηδόνι πνιγμένο. Δύο δάκρυα κύλησαν που αμέσως πάγωσαν στα μάγουλά του.
Πέρασε με θάρρος τα καταχνιασμένα βουνά, την ηλιοφιλημένη θάλασσα και τα άκαρπα δέντρα του βορρά και έφτασε κάποτε, στην κρυσταλλιασμένη λίμνη. Την πέρασε όμως κι αυτήν μην ξέροντας ότι κάτω απ' τα πόδια του ήταν η χαμένη ηχώ του σ' αγαπώ. Μάταια το φεγγάρι προσπαθούσε να του το μαρτυρήσει απ' τον ουρανό.

Την αυγή, το Βασιλόπουλο έφτασε στη Χώρα. Αγνώριστη και κρύα και αφιλόξενη έμοιαζε πια. Κανείς δεν τον υποδέχτηκε με τύμπανα και χρυσές τρομπέτες στις πύλες. Όλοι οι Ρηγάδες, κρυμμένοι κι αμπαρωμένοι στα καστροδώματά τους είχαν τ' αυτιά και τα μάτια τους κλειστά.

Το κρύο δάγκωνε τους διαβάτες και το φως του ήλιου έμοιαζε αδύναμο να λιώσει τους πάγους στα κλαδιά των δέντρων.

Το Βασιλόπουλο έτρεξε στον ψηλό πύργο της καλής του αλαφιασμένο και, μόλις έφτασε στην ψηλότερη κάμαρα, τη βρήκε εκεί να κοιμάται, όμορφη και ψυχρή.

Χωρίς σκέψη καμιά, άφησε παράμερα το σπαθί, κρέμασε την ασπίδα του και της ψιθύρισε στ' αυτί:

«Σ' αγαπώ. Είμαι εδώ. Ξύπνα!»

Και μεμιάς πάγωσε.

Η Βασιλοπούλα Εσπέρια τότε, ξύπνησε, ζωντάνεψε και βρήκε τον Αγαστό παγωμένο δίπλα της.

Είχε έρθει μαζί με τον Χειμώνα, ενώ το χιόνι έπεφτε και σκέπαζε τη Χώρα απ' άκρη σ' άκρη.

Say your opinion

Log in to post comments