
Τσιρλιμίγκος, ο ήσυχος καλικάντζαρος
Γεια σας! Είμαι ο Τσιρλιμίγκος. Οι φίλοι μου όμως με φωνάζουν Τσιρλή. Θα μου πείτε τώρα τί περίεργο όνομα που έχω, όμως εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Είμαι ένας καλικάντζαρος!
Δεν χρειάζεται να φοβάστε. Ούτε άτακτος είμαι, ούτε ζαβολιές και ζημιές κάνω. Βλέπετε εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους καλικάντζαρους. Είμαι, αντίθετα με ότι έχετε ακούσει, ένας ήσυχος καλικάντζαρος! Αλλά ας σας διηγηθώ την ιστορία μου από την αρχή.
Όλοι οι καλικάντζαροι μένουμε στην Καλικαντζαροχώρα, που όμως δεν είναι όπως εσείς οι άνθρωποι πιστεύετε. Δηλαδή δεν πρόκειται απλώς για μια τρύπα στα έγκατα της γης, κι ούτε κόβουμε με ένα πριόνι το δέντρο που κρατάει τη γη. Μα καλά! Πιστεύετε ακόμα αυτά τα αναχρονιστικά παραμύθια; Η χώρα μας είναι τόσο μοντέρνα, που η Νέα Υόρκη και το Παρίσι δεν συγκρίνονται μαζί της.
Κάτω από τη γη υπάρχουν μοντέρνες κατασκευές και υπερσύγχρονες κατοικίες. Εργοστάσια, υπηρεσίες, τράπεζες, νοσοκομεία, σχολεία, ακόμα και πανεπιστήμια, όλα φτιαγμένα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Οι δρόμοι και οι λεωφόροι μας είναι τεράστιοι και πάνω τους κυλούν οχήματα τόσο γρήγορα που όλοι οι ραλίστες θα τα ζήλευαν. Αφήστε πια τα κομπιούτερ και τα ρομπότ που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή! Όλα αυτά που εσείς ονειρεύεστε, εμείς τα έχουμε στην πραγματικότητα! Βλέπετε, τίποτα από ό,τι νομίζετε πως γνωρίζετε για μας, δεν είναι αλήθεια. Τίποτα, εκτός… από τις αταξίες, φυσικά!
Η αταξία είναι ο νόμος για μας. Στο σχολείο μας το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε είναι οι δέκα εντολές της αταξίας:
1η εντολή: Να κάνεις αταξίες.
2η: Να κάνεις πολλές αταξίες.
3η: Όσο μεγαλύτερες είναι οι αταξίες τόσο το καλύτερο.
4η: Όλοι οι καλικάντζαροι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αταξίες.
5η: Όλοι οι καλικάντζαροι δικαιούνται να κάνουν αταξίες.
6η: Όλοι οι καλικάντζαροι είναι ίσοι απέναντι στις αταξίες.
7η: Όλοι οι καλικάντζαροι είναι όμοιοι απέναντι στις αταξίες.
8η: Απαγορεύεται να μην κάνεις αταξίες.
9η: Όλοι πρέπει να ανεβαίνουν τα Χριστούγεννα στη γη και να κάνουν αταξίες.
10η: Όλοι πρέπει να ανεβαίνουν και το Πάσχα, τις απόκριες, την 28η Οκτωβρίου, την 25η Μαρτίου, το Δεκαπενταύγουστο και γενικώς πάντα, ΕΚΤΟΣ… από τα Θεοφάνια, που μας κυνηγάει αυτός ο ενοχλητικός παπάς, με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα.
Πολλές είναι, θα μου πείτε, και θα συμφωνήσω μαζί σας. Γιατί εκεί αρχίζει η περιπέτειά μου. Γιατί δεν δυσκολεύτηκα μόνο να τις μάθω, αλλά και να μπορέσω να κάνω έστω και μία!
Στο νηπιαγωγείο, την πρώτη μέρα που πήγα, η δασκάλα μας, μια γλυκιά και πολύ χαριτωμένη καλικαντζαρίνα, έμαθε σ’ όλα τα καλικαντζαράκια ένα πολύ εύκολο τραγουδάκι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό, για να μάθω αταξίες
και να κάνω φασαρίες.
Όλα τα παιδάκια το τραγουδούσαμε με χαρά κι εγώ πήρα το πρώτο μου μπράβο, γιατί είχα την πιο δυνατή και μελωδική φωνή. Ύστερα μάθαμε και δυο όμορφες παροιμίες:
Μια αταξία την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα! Kαι ακόμα…
Κάλλιο δέκα αταξίες, παρά πέντε αταξίες!
Και ηθικά διδάγματα όπως:
Όποιος έχει δύο αταξίες, να δίνει τη μία στο φίλο του. Kαι…
Αγάπα το φίλο σου, με τις αταξίες του.
Και πάλι η δασκάλα μού είπε μπράβο, γιατί τα έμαθα πιο γρήγορα από όλους. Και έτσι περνούσαν οι μέρες του νηπιαγωγείου, με ιστορίες για αταξίες, με διδάγματα για αταξίες και παιχνίδια με αταξίες κι εγώ ήμουν ο καλύτερος μαθητής.
Αυτό συνεχίστηκε και στην πρώτη δημοτικού. Οι πρώτες λέξεις που μάθαμε ήταν αταξία, ζαβολιά, ζημιά, διαβολιά, φασαρία και εγώ φυσικά πήρα άριστα γιατί έμαθα να τις διαβάζω και να τις γράφω απέξω χωρίς ορθογραφικά λάθη. Ήμουν χωρίς άλλο το καμάρι της τάξης και οι γονείς μου δέχονταν καθημερινά τα συγχαρητήρια του δασκάλου μου, ενός σοβαρού, χοντρού καλικάντζαρου με γυαλιά.
Σε λίγο καιρό έφτασε η στιγμή που όλοι περιμένανε. Η πρώτη εκπαιδευτική εκδρομή, κατά την διάρκεια της οποίας θα κάναμε την πρώτη μας αταξία. Θα ανεβαίναμε σ’ ένα δημοτικό σχολείο στη γη και θα το κάναμε άνω-κάτω. Έτσι κι έγινε. Μαζί με το δάσκαλο μας, μπήκαμε κρυφά το βράδυ και με το πρόσταγμά του άρχισε ο καθένας την εργασία που είχε αναλάβει.
Άλλος γύρισε τα θρανία και τις καρέκλες ανάποδα, άλλος έβαψε τον μαυροπίνακα άσπρο, άλλος ζωγράφισε επιπλέον μούσια και μουστάκια στους ήρωες της επανάστασης του ’21 που έβγαιναν από τους πίνακες, έβαλε πινέζες στο κάθισμα του δασκάλου, γέμισε τσίχλες το πάτωμα – ιδέα της Τιτίκας που μασάει συνέχεια στην τάξη –, ζωγράφισε τους τοίχους με βερνίκι για τα νύχια και ο χοντρός Κούλης, αν και ο χειρότερος της τάξης, κρέμασε το σώβρακο του επιστάτη, που κοιμότανε, στο κοντάρι της σημαίας στο προαύλιο, κερδίζοντας έτσι το πρώτο του άριστα. Εγώ ανέλαβα την πιο δύσκολη αποστολή. Μπήκα στη βιβλιοθήκη και ανακάτεψα τα βιβλία. Όταν ξημέρωσε ακούγαμε όλοι κρυμμένοι στη σκεπή, τα κατορθώματα της πρώτης μας αποστολής:
– Ποιος αναποδογύρισε τα θρανία; ακούστηκε η πρώτη φωνή.
– Γιατί δεν γράφουνε οι κιμωλίες; ακούστηκε η δεύτερη.
– Είχε η Μπουμπουλίνα μουστάκια; αναρωτήθηκε κάποιος.
– Άουτς!!! φώναξε η δασκάλα της τρίτης.
– Τα καινούρια μου παπούτσια μυρίζουνε φράουλα, κλαψούρισε μια κοκκινομάλλα μικρή με κοτσίδια.
– Οι τοίχοι είναι ασορτί με τα νύχια μου! θαύμασε κάποια μαμά.
– Γιατί κυρία η σημαία είναι πράσινη με κόκκινα πουά; απόρησε ένα πρωτάκι.
– Μα τι ωραία ταξινόμηση είναι αυτή στην βιβλιοθήκη! Πρώτη φορά στα είκοσι χρόνια της καριέρας μου συναντώ τέτοια τάξη! ακούστηκε μέσα στη γενική φασαρία η φωνή του επιστάτη.
– Μπράβο στον μαθητή που ανέλαβε την πρωτοβουλία! είπε στο τέλος ενθουσιασμένος και ο διευθυντής του σχολείου.
Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν! Ο δάσκαλος με αγριοκοίταξε, τα παιδιά ξεκαρδίστηκαν στα γέλια κι εγώ, μετά από αυτή τη γκάφα, πήρα το πρώτο μου ολοστρόγγυλο μηδενικό. Πόσο θα το ευχαριστιότανε εκείνος ο ενοχλητικός παπάς με εκείνη την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα!
– Αγαπητέ μου Τσιρλιμίγκο, μου είπε ο δάσκαλός την επόμενη μέρα, δεν μπορώ να πιστέψω πως εσύ, ο καλύτερος μαθητής, πήρες τέτοιο βαθμό.
– Δεν θα ξαναγίνει κύριε, απολογήθηκα εγώ. Τα μπέρδεψα λίγο ξέρετε.
– Εντάξει! Ας το ξεχάσουμε. Όλοι κάνουμε λάθη, είπε εκείνος και ανακουφίσθηκα.
Τις επόμενες μέρες οι βαθμοί μου ήταν πάλι στην κορυφή. Αποστήθισα τέλεια την προπαίδεια του τρία, όπου τρεις καλικάντζαροι που κάνουν δύο ζημιές ο καθένας έχουν συνολικά έξη ζημιές και τρεις καλικάντζαροι που κάνουν τρεις ζημιές έχουν συνολικά εννιά. Ύστερα βρήκα πολύ εύκολα τα συνώνυμα της φασαρίας που είναι σύγχυση, αναμπουμπούλα και σαματάς, ενώ στο διαγώνισμα του τριμήνου έκλεινα τα ρήματα θορυβώ, ενοχλώ και πειράζω, σε όλους τους χρόνους, χωρίς κανένα λάθος.
Σε λίγο έφτασε και η στιγμή για την δεύτερή μας εξόρμηση στη γη. Κι επειδή, όπως λέει ο δάσκαλος, η διασκέδαση πρέπει να συνοδεύεται από την μάθηση, πήγαμε εκπαιδευτική εκδρομή στο μουσείο.
Εκεί έγινε, όπως λέει και ο χοντρός ο Κούλης, το έλα να δεις! Αφού βάλαμε στον διπλό καφέ του φύλακα υπνωτικό, του κουρέψαμε τα μαλλιά σαν σε καθολικό καλόγερο, του κάναμε περμανάντ το μουστάκι και του φορέσαμε μια «αυθεντική χειροποίητη γυναικεία στολή από την Ανατολική Μακεδονία», όπως έλεγε η πινακίδα στο τμήμα παραδοσιακών στολών. Ύστερα φορέσαμε στα αγάλματα του 5ου πΧ αιώνα φανελάκια και εσώρουχα, μπερδέψαμε τα ψηφιδωτά των μωσαϊκών και ζωγραφίσαμε με σπρέι τους τοίχους δίπλα στους πίνακες της Αναγέννησης. Όχι φυσικά πάνω στους πίνακες. Μπορεί να είμαστε καλικάντζαροι, αλλά σεβόμαστε την τέχνη. Εγώ, αποσκοπώντας στη βελτίωση της βαθμολογίας μου μετά το περιστατικό της βιβλιοθήκης, πήρα κάτι βάζα σπασμένα που ήταν σε μια βιτρίνα και τα χάλασα!
Ύστερα κάτσαμε όλοι μαζί πάνω στους πολυελαίους που κρέμονταν από το ταβάνι και περιμέναμε τη βαθμολογία.
– Θεέ μου! Φοράνε ακόμα κλαρωτές φούστες στους φύλακες; Πόσο πίσω είναι στη μόδα! είπε μια Αμερικάνα τουρίστρια.
– Αντιθέτως, το ροζ νυχτικάκι του Ηνίοχου είναι πολύ σικ!, θαύμασε μια Γαλλίδα.
– Δεν ήξερα ότι είχανε παζλ στην αρχαιότητα! αναρωτήθηκε ένας Άγγλος.
– Α! Γκράφιτι του Μιχαήλ Άγγελου!, φώναξαν φωτογραφίζοντας δυο Γιαπωνέζοι.
– Τι θαύμα είναι αυτό!, ακούστηκε τέλος και η φωνή της διευθύντριας αρχαιολόγου. Ποιος έξοχος συντηρητής μπόρεσε να κολλήσει τα μπερδεμένα κομμάτια των Γεωμετρικών αγγείων;
Τριάντα δύο ζευγάρια μάτια και ένα ζευγάρι γυαλιά με κοίταξαν με φρίκη!
– Μα νόμιζα ότι τα θέλανε σπασμένα τα βάζα. Πού να το ήξερα ότι η κόλλα που έχουμε στην Καλικαντζαροχώρα είναι τόσο δυνατή!, προσπάθησα να απολογηθώ εγώ, αλλά ο δάσκαλος ζωγράφισε στο μπλοκάκι του ένα τεράστιο κουλούρι, σαν αυτά με το σουσάμι που πουλάνε τις Κυριακές έξω από την εκκλησία εκείνου του ενοχλητικού παπά με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα.
Την άλλη μέρα ο διευθυντής του σχολείου μου με κάλεσε στο γραφείο.
– Τι είναι αυτά που μαθαίνω Τσιρλιμίγκο, παιδί μου; με ρώτησε αυστηρά. Αρνείσαι να κάνεις τις αταξίες που σου αναθέτει ο δάσκαλος σου;
– Δεν αρνούμαι κύριε, κλαψούρισα εγώ. Προσπαθώ, αλλά αποτυγχάνω! Ίσως να είμαι καλύτερος στη θεωρία και λιγότερο καλός στην πρακτική.
– Ανοησίες! Δεν νοείται καλικάντζαρος που δεν μπορεί να κάνει αταξίες. Πήγαινε και να μην επαναληφθεί, είπε και βγήκα πολύ λυπημένος από το γραφείο.
Εντωμεταξύ η απόδοσή μου στο επόμενο τρίμηνο έπεσε. Μπορεί, βέβαια, να έλυσα ολόσωστα το πρόβλημα που ζητούσε να μάθει πόσες συνολικά αταξίες κάνει καθημερινά μια οικογένεια καλικατζάρων, όταν ο μπαμπάς κάνει οκτώ, η μαμά έξι, τα δυο παιδιά από δύο, ενώ οι παππούδες μοιράζονται τις δέκα και να έγραψα την καλύτερη έκθεση της χρονιάς με θέμα: «Η χρησιμότητα της ζαβολιάς στην σύγχρονη καλικαντζαροκοινωνία», αλλά στην πρακτική εξάσκηση ήμουνα τελευταίος.
Όταν ξεκίνησε το τρίτο τρίμηνο, αποφασίστηκε να κάνουμε την τρίτη μας εξόρμηση σε μια δημόσια υπηρεσία της γης. Ξέρετε! Αυτά τα πολυώροφα κτήρια με τα λογιών-λογιών παράξενα χαρτιά, δηλώσεις, αιτήσεις, πρωτόκολλα κι ένα σωρό άλλα ακαταλαβίστικα πράγματα που σε πιάνει πονοκέφαλος μόνο με το να τα λες!
Πήγαμε και πάλι βράδυ, χωριστήκαμε και, παίρνοντας από έναν όροφο ο καθένας, ριχτήκαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Στον όροφο με τα μητρώα γεννήσεως αλλάξαμε τις ημερομηνίες. Στον όροφο με τα αρχεία μπερδέψαμε την αλφαβητική ταξινόμηση. Στον όροφο με τα χαρτόσημα τα κολλήσαμε σε σχήματα στο πάτωμα. Στον όροφο με τα κομπιούτερ κρύψαμε τα πληκτρολόγια και στον τελευταίο όροφο πήραμε τις αιτήσεις και τις ανταλλάξαμε με τα πιστοποιητικά του πρώτου ορόφου. Εγώ έγραψα πάνω στα χαρτιά που βρήκα στο φωτοτυπικό μηχάνημα και για να είμαι πιο σίγουρος για τη ζαβολιά μου τους κόλλησα και χαρτόσημα. Βέβαιος πια ότι δεν είχα κάνει κανένα λάθος, κάθισα απάνω στη βιβλιοθήκη μαζί με τους άλλους, για να απολαύσω το θέαμα.
– Μα πώς μου λέτε ότι ο παππούς μας είναι δύο χρονών; Αφού πέρσι τον κηδέψαμε!, φώναζε μια κυρία όταν ξημέρωσε και άνοιξαν τα γραφεία.
– Λέγομαι Μπισμπικόπουλος. Όχι Σμπιμπικόπουλος! Λέτε να μην ξέρω το όνομά μου; θύμωσε ένας ψηλός καραφλός κύριος.
– Δυστυχώς, δεν έχουμε χαρτόσημα, γιατί διακοσμούν τον τέταρτο όροφο. Μήπως σας βρίσκεται κανένα γραμματόσημο; απολογούνταν μια αγχωμένη υπάλληλος.
– Δεν μπορώ να σας διαγράψω από τον κατάλογο. Δεν έχουμε πληκτρολόγια. Μην ανησυχείτε όμως! Στείλαμε τον κλητήρα να αγοράσει μπλάνκο! καθησύχαζε έναν αγανακτισμένο κύριο μια άλλη υπάλληλος.
– Μα πώς μου λέτε να πάω πάλι στον έκτο όροφο; Μόλις με έστειλαν από εκεί σε σας για αίτηση και πιστοποιητικό, ξεφύσηξε μια αναμαλλιασμένη χοντρή κυρία.
– Ποιός είναι αυτός που κατάφερε να συμπληρώσει τις δηλώσεις με τις καινούριες οδηγίες του υπουργείου; φώναξε στο τέλος χαρούμενος και ο προϊστάμενος. Αυτή η εργασία αξίζει τουλάχιστον πέντε ρεπό!
Τι αμαρτίες πληρώνω ο άμοιρος!
– Μα εγώ αντέγραψα πάνω στα χαρτιά του φωτοτυπικού ένα απόκομμα από μια εφημερίδα που βρήκα πεταμένη σε ένα καλάθι!, απολογήθηκα μέσα σε καταρράκτες δακρύων.
– Τα οποία όμως χαρτιά εγώ τα είχα αντικαταστήσει με τις δηλώσεις του νόμου 1782! έδωσε τη εξήγηση ο Κούλης.
Παταγώδης αποτυχία για τρίτη φορά! Τώρα πια τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Ούτε η ενοχλητική εκείνη αγιαστούρα του επίσης ενοχλητικού εκείνου παπά δεν με γλύτωνε από την παγωμένη ματιά του δασκάλου μου, του διευθυντή του σχολείου, του συμβουλίου των γονέων και κηδεμόνων και των γονιών μου, την επόμενη ημέρα στο γραφείο του σχολείου, που με επέπληξαν και με φοβέρισαν ότι θα χάσω τη χρονιά μου.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, μαζί και οι απολυτήριες εξετάσεις. Βλέπετε, σε μας η σχολική χρονιά αρχίζει την επομένη των Φώτων και τελειώνει με την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, όπου όχι μόνο οι μαθητές, αλλά όλοι οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη και κάνουν όχι μόνο αταξίες, αλλά και ζημιές, ζαβολιές, φασαρίες, σαματάδες, αναμπουμπούλες, μπελάδες, αναστατώσεις, ενοχλήσεις και κατεργαριές. (Σημείωση: Είδατε τι ωραίο λεξιλόγιο που έχω! Τι να το κάνεις όμως;)
Ο σύλλογος των δασκάλων, αποφάσισε να δοθούν οι εξετάσεις σε ένα μεγάλο πολυώροφο εμπορικό κέντρο στη γη, παρουσία όλων των γονέων, που θα καμάρωναν τα βλαστάρια τους. Όλοι οι άλλοι ήταν ενθουσιασμένοι, αλλά οι γονείς μου πολύ λυπημένοι που ο γιος τους είχε αποδειχθεί ανίκανος και σίγουρα θα έμενε στην ίδια τάξη. Εγώ όμως ήμουνα χαρούμενος γιατί αυτά θα ήτανε τα πρώτα μου Χριστούγεννα στη γη, στιγμή πολύ σημαντική για κάθε μικρό καλικαντζαράκι.
Το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων, μαθητές, γονείς και δάσκαλοι μαζεύτηκαν στη στολισμένη με γιρλάντες και έλατα είσοδο, που την επόμενη μέρα θα άνοιγε τις πόρτες της σε εκατοντάδες πελάτες. Προς το παρόν είχε επιλεχθεί ως σημείο της έναρξης των ετήσιων απολυτήριων αγώνων και σε λίγο, με ένα σφύριγμα του διευθυντή, πολλά μικρά καλικαντζαράκια, μαζί και εγώ, ξεχυθήκαμε στους ορόφους.
Οι όροι του διαγωνισμού ήταν σαφείς: Όσες περισσότερες αταξίες, τόσο το καλύτερο. Φυσικά η ποιότητα της αταξίας έπαιζε μεγάλο ρόλο. Η καλύτερη αταξία θα βραβευότανε ξέχωρα από τις άλλες. Απαγορευόταν η χρήση του ασανσέρ. Απαγορεύονταν και οι βαρβαρότητες!!! Μπορεί να είμαστε καλικάντζαροι αλλά δεν είμαστε απολίτιστοι! Όλοι οι όροφοι ήταν εντός συναγωνισμού εκτός από τον δέκατο, για λόγους ασφαλείας, τους οποίους και δεν μας είπανε.
Όση ώρα έτρεχα να βρω την αταξία που θα με βοηθούσε να περάσω την τάξη, έτρεχε και η καρδιά μου, βαθιά μέσα μου. Ας έκανα επιτέλους μια μικρή αταξία. Ας μπορούσα να αποδείξω ότι είμαι και έξυπνος και ικανός. Κι όσο σκέφτομαι ότι για τα παιδιά της γης αυτές οι μέρες σήμαιναν χαρά και γιορτή! Για μένα σήμαιναν αγωνία και άγχος.
Είχα φτάσει στον πρώτο όροφο, με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Δυστυχώς με είχαν προλάβει. Μια ομάδα καλικάντζαρων είχε ξεστολίσει όλα τα χριστουγεννιάτικα έλατα και τα είχε στολίσει με κάλτσες και παπούτσια. Είχανε δέσει κόμπους με τα κορδόνια όλες τις γιρλάντες, δημιουργώντας έτσι ένα τεράστιο πολύχρωμο γιορτινό κουβάρι.
Προχώρησα στον δεύτερο, όπου ήταν το ζαχαροπλαστείο. Εδώ ο χοντρός ο Κούλης είχε εργαστεί σκληρά έχοντας καταβροχθίσει όλους τους κουραμπιέδες, όλα τα μελομακάρονα, όλα τα μπισκότα αστεράκια, καμπανούλες και ελατάκια, όλες τις σοκολάτες, τα κουλούρια, τα τσουρέκια, τις βασιλόπιτες (μαζί με τα νομίσματα), τους μπακλαβάδες, τα γαλακτομπούρεκα, τα ταρτάκια με σαντιγί και φρούτα και την τεράστια τούρτα σε σχήμα αγγέλου που ήταν στο κέντρο του ζαχαροπλαστείου, προφανώς για διακόσμηση. Δεν μπόρεσα να μην τον θαυμάσω! Σίγουρα θα έπαιρνε μεγάλο βαθμό… αν κατάφερνε να κατέβει τις σκάλες μ’ αυτή την τεράστια κοιλιά.
Στον τρίτο όροφο, με τα ρούχα, είδα όλες τις κούκλες της βιτρίνας γυμνές, και τα ρούχα που φορούσαν κολλαρισμένα με το σίδερο τόσο πολύ, μα τόσο πολύ, που είχαν γίνει λεπτά σαν τσιγαρόχαρτα. Οι δεκάδες αυτές χαλκομανίες, κολλημένες στον τοίχο, σχημάτιζαν φιγούρες από ανθρωπάκια που πήγαιναν σχολείο, πήγαιναν βόλτα, πήγαιναν για ψώνια, κοιμόνταν, τρώγανε, κάνανε πάρτι και δεξιώσεις και γενικώς οτιδήποτε μπορούσε και κατεβάσει η φαντασία της Τιτίκας, που έκτος από το να μασάει τσίχλες, έβλεπε και πολύ τηλεόραση.
Στον τέταρτο η απογοήτευση μου ήταν μεγάλη, καθώς βρήκα και εκεί καλικαντζαράκια να έχουν χύσει όλα τα αρώματα και τα καλλυντικά και να έχουν πέσει ζαλισμένα στο πάτωμα. Σκέφτηκα πως δεν θα παίρνανε μεγάλο βαθμό, γιατί μάλλον θα είχανε ζαλιστεί οι εξεταστές με τις μυρωδιές που είχαν κατακλύσει το κτίριο. Κρατώντας τη μύτη μου, έφυγα τρέχοντας για τον πέμπτο.
Εκεί πια άρχισα να ανησυχώ, γιατί και πάλι με είχαν προλάβει άλλοι που είχαν δημιουργήσει πριν από εμένα ένα βουνό, πραγματικό αριστούργημα της τέχνης, φτιαγμένο από δεκάδες κατσαρόλες, κουτάλες, πιρούνια, τρυπητά, τοστιέρες, σουπιέρες, φρουτιέρες, πιάτα, ποτήρια και στην κορυφή ένα υπέροχο αντικολλητικό τηγάνι. Προς στιγμήν ζήλεψα αυτή τη θεσπέσια εμπνευσμένη ιδέα!
Συνέχισα κουρασμένος, αλλά και στους άλλους ορόφους με είχαν προλάβει. Στον έκτο με τα υποδήματα, εκτός από αυτά που είχαν χρησιμοποιήσει για στολίδια στον πρώτο, είχαν εξαφανίσει όλα τα αριστερά παπούτσια. Στον έβδομο, στο δισκοπωλείο είχαν φτιάξει με τους δίσκους και τα ΣιΝτι μια τεράστια γιρλάντα που αγκάλιαζε όλο το κτήριο. Στον όγδοο, στο βιβλιοπωλείο, είχαν γυρίσει ανάποδα όλα τα γράμματα από όλα τα βιβλία. (Μη με ρωτήσετε πώς το έκαναν αυτό, γιατί κι εγώ δεν ξέρω!) Και, τέλος, στον ένατο, όπου ήταν η καφετέρια, και η τελευταία μου ελπίδα, όλος ο χώρος είχε πασαλειφθεί με καφέ ελληνικό, καφέ στιγμιαίο, καφέ φραπέ, καφέ εσπρέσο, καφέ καπουτσίνο, καφέ γαλλικό, καφέ ιρλανδέζικο και τσάι κινέζικο σε είκοσι διαφορετικές γεύσεις. Παρά την στενοχώρια μου, παρηγορήθηκα με το γεγονός ότι ούτε αυτή η αταξία είχε πολλές ελπίδες να πάρει καλό βαθμό, γιατί κι αυτή δεν μύριζε λιγότερο από τα αρώματα του τετάρτου ορόφου.
Εκεί, στα σκαλιά μεταξύ του ενάτου και του δεκάτου ορόφου, έκατσα και έκλαψα με μαύρο δάκρυ (φράση που, παρατηρώντας τα δικά μου δάκρυα δεν καταλαβαίνω γιατί τη λένε, μιας και δεν είχαν χρώμα). Στο ισόγειο, στην είσοδο, ακούγονταν τα πρώτα χειροκροτήματα από τα καλικαντζαράκια που είχαν τερματίσει. Εγώ δεν τολμούσα να κατέβω, μην έχοντας κάνει έστω και μια μικρή προβιβαστική αταξία. Άλλωστε όλοι ήταν σίγουροι ότι θα αποτύχω!
Εκείνη τη στιγμή μια ιδέα άστραψε στο μυαλό μου! Κι αν εγώ συνέχιζα για τον δέκατο όροφο; Δεν επιτρεπόταν, βέβαια, αλλά έστω μια μικρή αταξία θα μπορούσα να βρω να κάνω. Αυτό αποφάσισα και, αφού ανέβηκα τα σκαλιά, άνοιξα την πόρτα του ορόφου και βρέθηκα στο σκοτάδι. Δεν φοβήθηκα, φυσικά, γιατί το σκοτάδι είναι φίλος για μας τους καλικάντζαρους. Άλλωστε, φως από κεριά ερχότανε από το βάθος.
Αυτό που αντίκρισα ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί στη καλικαντζαροζωή μου! Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο παιχνίδια. Κούκλες, αυτοκίνητα, τρενάκια, σπιτάκια, αρκουδάκια, ελικόπτερα και ένα σωρό άλλα, τοποθετημένα άλλα σε ομάδες και άλλα σε πακέτα κλειστά με χρωματιστά χαρτιά και γυαλιστερές κορδέλες. Στη μέση του δωματίου δέσποζε ένα πολύ ψηλό έλατο, στολισμένο με εκατοντάδες μπάλες, παιχνίδια και λαμπερά φωτάκια. Στην κορυφή του είχε το ωραιότερο αστέρι που έβλεπα στη ζωή μου και στη βάση του μια αχυρένια φάτνη με μικρές κούκλες μέσα της και το Χριστούλη μωρό, όπως είχα ακούσει κάποτε. Γύρω το δωμάτιο ήταν γεμάτο μικρά και μεγάλα κεριά, μύριζε ζύμη και άχνη ζάχαρη από γλυκά που μόλις είχανε βγει από το φούρνο, και τραγούδια γιορτινά ακούγονταν.
Έκατσα στο πάτωμα, απέναντι από το δέντρο και για πολύ ώρα τα κοιτούσα με θαυμασμό. Ήτανε πολύ ζεστά και ένιωθα όμορφα. Εκεί, στην γιορτή των ανθρώπων, έκανα μια ευχή.
– Πόσο θα ήθελα κι εγώ αυτή τη στιγμή να ήμουνα χαρούμενος όπως τα άλλα καλικαντζαράκια ή τα παιδάκια που παίρνουν δώρα, που τρώνε γλυκά και τραγουδάνε όμορφα τραγούδια, αντί να πρέπει να δίνω εξετάσεις και να κινδυνεύω να μείνω στην ίδια τάξη.
– Έλα καλικαντζαράκι!, ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου. Μη στενοχωριέσαι!
Τρομαγμένος γύρισα απότομα και είδα ένα χοντρό γέροντα με κόκκινα μάγουλα και παχιά μουστάκια και μούσια..
– Μην μου κάνεις κακό!, κλαψούρισα καθώς βρισκόμουν απέναντι σε έναν άνθρωπο.
– Ε! Μα τι είναι αυτά που λες! Από πότε ένας καλικάντζαρος φοβάται τους ανθρώπους; είπε γλυκά, σκουπίζοντάς μου τα μάτια και παίρνοντάς με στην αγκαλιά του. Μύριζε τόσο όμορφα, σαν φρεσκοψημένο κουλουράκι, που ο φόβος μου εξαφανίστηκε αμέσως.
– Τώρα πια, μετά την αποτυχία μου, δεν ξέρω αν θα παραμείνω καλικάντζαρος. Είμαι τόσο άχρηστος, που μπορεί να με διώξουν. Ούτε μια αταξία δεν είμαι ικανός να κάνω!, του είπα με πόνο.
Εκείνος, τότε, μου είπε με φωνή ήρεμη και γεμάτη ελπίδες.
– Όσο υπάρχουν τα Χριστούγεννα, ποτέ ένας καλικάντζαρος δεν θα είναι άχρηστος. Κι όσο υπάρχουν οι καλικάντζαροι, πάντα θα υπάρχουν και οι αταξίες.
Και βγάζοντας από το κεφάλι του, έναν κόκκινο σκούφο κεντημένο με χρυσή κλωστή, μου τον φόρεσε στο δικό μου κεφάλι και με συνόδευσε στην έξοδο του ορόφου. Εκεί με φίλησε στο μέτωπο, με χτύπησε αλαφρά στον ποπό και με χαιρέτησε.
– Γεια σου Τσιρλή! Θα τα πούμε του χρόνου πάλι. Καλά Χριστούγεννα! είπε και έκλεισε την πόρτα.
Εγώ, νιώθοντας ξαφνικά πολύ χαρούμενος και ξελαφρωμένος, αν και δεν είχα καμία αταξία να παρουσιάσω, κατέβηκα τα σκαλιά δυο-δυο χορεύοντας με τον τεράστιο σκούφο του παππού που ήξερε το όνομά μου. Σε λίγο έφτασα στην είσοδο όπου όλοι οι δάσκαλοι, οι γονείς και οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι και γελούσαν χαρούμενα. Όταν όμως με αντικρίσανε, όλοι πάγωσαν.
– Ο σκου… ο σκούφος! ψέλλισε σαστισμένος ο διευθυντής.
– Τί έχει ο σκούφος μου; απόρησα εγώ.
– Είναι του Αι-Βασίλη! είπε έκπληκτος ο δάσκαλος.
– Είναι του Αι-Βασίλη! φώναξαν και οι γονείς όλοι!
– Ο Τσιρλής έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! φώναξαν όλα τα καλικαντζαράκια.
Ξαφνικά όλοι με περικύκλωσαν. Παρατηρούσαν με ανοιχτά στόματα τον σκούφο για πολύ ώρα και πάλι ξαφνικά με σήκωσαν στα χέρια τους και φώναξαν δυνατά με μια φωνή:
– Μπράβο στον Τσιρλιμίγκο που έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! Μπράβο στον Τσιρλιμίγκο που έκανε την πιο μεγάλη αταξία! Μπράβο στον Τσιρλιμίγκο, που έκανε την πιο δύσκολη αταξία! Μπράβο στον πρωταθλητή της φετινής χρονιάς!!!
Εκείνη τη στιγμή όλα άλλαξαν για μένα. Άλλοι χειροκροτούσαν και με επαινούσαν, άλλοι με σήκωναν στα χέρια και με πετούσαν ψηλά στον αέρα. Η μαμά μου έκλαιγε από συγκίνηση, ο μπαμπάς μου καμάρωνε και ο διευθυντής του σχολείου μού έδωσε με περηφάνια το έπαθλο των εξετάσεων. Ένα μεγάλο λαμπερό κύπελλο με χαραγμένη πάνω του τη φράση:« Στην μεγαλύτερη αταξία της χρονιάς»!
Εγώ για πρώτη φορά μετά από καιρό γελούσα και ένιωθα απέραντη ευτυχία. Έτσι, στους ώμους των άλλων καλικάντζαρων, φύγαμε από το μεγάλο εμπορικό κέντρο και κατευθυνθήκαμε προς την Καλικαντζαροχώρα, αφού πρώτα πρόλαβα να ρίξω μια ματιά στο παράθυρο του δεκάτου ορόφου και είδα τον παππού να μου χαμογελά. Του χαμογέλασα κι εγώ και βιάστηκα να γυρίσω στη χώρα μου. Εκεί με περίμενε μεγάλο τραπέζι και γλέντι ως την ημέρα των Φώτων.
Αύριο δηλαδή, μιας και η ιστορία που σας διηγήθηκα είναι πολύ πρόσφατη. Μεταξύ μας, χάρισα το μεγάλο λαμπερό κύπελλο στον Κούλη, γιατί εγώ δεν έκανα καμία αταξία στην πραγματικότητα, ενώ εκείνος είναι στο νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα από τα πολλά γλυκά του δευτέρου ορόφου. Εμένα μου φτάνει που πέρασα την τάξη και έχω τον ωραιότερο σκούφο στον κόσμο! Το δώρο Του Αι-Βασίλη!
Σας αφήνω τώρα γιατί με έχει καλέσει ένας φίλος μου για πορτοκαλάδα και γλυκό. Ξέρετε! Εκείνος ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα! Μην το πείτε σε κανέναν! Αλλά βλέπετε, εγώ είμαι ο μοναδικός ήσυχος καλικάντζαρος στον κόσμο. Ο Τσιρλιμίγκος με το όνομα. Για τους φίλους μου, Τσιρλής!
Αφιερώνεται στην Άρτεμη από τον Τσιρλή.
Say your opinion