
Όταν ένα μολύβι μικραίνει
Κάθισε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε την αυλή του σπιτιού της. Το δωμάτιό της βρισκόταν στον δεύτερο όροφο της μονοκατοικίας. Ένα ψηλό δέντρο, έφτανε τόσο κοντά στο παράθυρό που μπορούσε να παρατηρεί πολύ καλά τα διάφορα πουλιά που πηγαινοέρχονταν στα κλαδιά του.
Είχε πολύ όρεξη να γράψει σήμερα, αλλά αντίθετα με άλλες φορές, που χρησιμοποιούσε τον υπολογιστή της, αυτή τη φορά αποφάσισε να επιλέξει έναν πιο παραδοσιακό τρόπο. Πήρε μπροστά της μερικές κόλλες αναφοράς, και μερικά μολύβια. Από μικρή της άρεσε να γράφει με μολύβια, και συνήθως με χρωματιστά μολύβια...ξυλομπογιές! Πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο μπορούσε να δώσει χρώμα και ζωντάνια στις σκέψεις.
Ξεκίνησε με ένα απλό μολύβι. Το ακόνισε στην ξύστρα κι ένα ρεύμα αέρα παρέσυρε τη μολυβένια σκόνη στο περβάζι του παραθύρου. Πλησίασε το πρόσωπό της, τη φύσηξε απαλά κι εκείνη προσγειώθηκε πάνω στο κλαδί του δέντρου που βρισκόταν μπροστά της. Ένα πουλάκι πλησίασε, την τσίμπησε και στη συνέχεια πέταξε προς τον ουρανό. Στήριξε το κεφάλι της στο χέρι της κι έκλεισε για λίγο τα μάτια. Στην αυλή του σπιτιού της, εμφανίστηκε από το πουθενά ένα κοριτσάκι, που κυνηγούσε τα περιστέρια που μαζεύονταν κάθε φορά που η γιαγιά της τους πετούσε τροφή. Έτρεχε προς το μέρος τους, για να πιάσει ένα και να το κρατήσει. Τα περιστέρια όμως τρόμαζαν και πετούσαν μακριά, κι η μικρούλα έμενε απογοητευμένη να τα κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια. Η σκηνή αυτή ξεθώριασε σιγά σιγά και τη θέση της πήρε μια μέρα βροχερή, με το ίδιο κοριτσάκι να τρέχει όλο χαρά στη γιαγιά της για να της δείξει το καινούριο της απόκτημα. Η γιαγιά άνοιξε την πόρτα, εκείνη άνοιξε τις χούφτες της και από μέσα ξεπρόβαλε το μικρό κεφαλάκι ενός πουλιού, που βρήκε παγωμένο από τη βροχή.
"Πρέπει να το ζεστάνουμε.", της είπε η γιαγιά της.
"Μην ανησυχείς γιαγιά. εγώ θα το ζεστάνω!", της είπε όλο χαρά και το έσφιξε στην αγκαλιά της. Μετά από λίγο όμως, πήγε κλαίγοντας προς το μέρος της.
"Τι συμβαίνει αγάπη μου;", την ρώτησε εκείνη.
"Δεν κατάφερα να το ζεστάνω..." της είπε λυπημένη, δείχνοντας της το ξεψυχισμένο πουλάκι στη χούφτα της.
Η γιαγιά το πήρε προσεκτικά στα χέρια της.
"Νομίζω ότι το ζέστανες αγάπη μου.", της είπε. "Αλλά η πολλή αγάπη σου, δεν το άφησε να αναπνεύσει, καθώς το έσφιγγες στην αγκαλιά σου...κι αυτό ξεψύχησε."
Εκείνη απόμεινε να την κοιτάζει μπερδεμένη. Πώς ήταν δυνατόν η αγάπη να πνίξει κάποιον; Η αγάπη ήταν κάτι καλό, πώς ήταν δυνατόν λοιπόν να κάνει τόσο κακό σε ένα αθώο πουλάκι, χωρίς εκείνη να το καταλάβει;
Το κοριτσάκι και η γιαγιά του ξεθώριασαν μπροστά στα μάτια της. Τώρα, πια ήξερε, ότι πολλές φορές δεν αρκεί μόνο να αγαπάς κάτι ή κάποιον για να μπορέσεις να τον βοηθήσεις. Πρέπει κι ο ίδιος να θέλει να βοηθηθεί από σένα, και κάποιες φορές, πρέπει να σε καθοδηγήσει για το πώς να το κάνεις.
Άφησε κάτω το γκρίζο μολύβι και πήρε στα χέρια της το γαλάζιο. Το χρησιμοποιούσε πάντα, όταν ήθελε να γράψει για την θάλασσα. Ακόνισε την μύτη του και ο αέρας παρέσυρε τη χρωματιστή σκόνη στροβιλίζοντας τη και την έριξε στην αυλή. Το πράσινο του εδάφους, αντικαταστάθηκε από το βαθύ μπλε της θάλασσας. Ένα κοριτσάκι που έπαιζε στα κύματα σκόνταψε σε μια πέτρα, έπεσε μπρούμυτα κι άρχισε να επιπλέει στο νερό. Ένιωσε ότι η ζωή της τελείωνε, καθώς της κοβόταν η αναπνοή. Ξαφνικά ένα χέρι την έπιασε από τα μαλλιά και την τράβηξε προς τα πάνω. Ρούφηξε με δύναμη τον αέρα προσπαθώντας να αναπληρώσει τις ανάσες που είχε χάσει.
"Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται!", της είπε η θεία της κλείνοντάς της το μάτι ενώ ο πατέρας της έτρεχε δίπλα της.
Εκείνη είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ που έτρεμε ολόκληρη.
"Μικρούλα", της είπε χαϊδευτικά ο μπαμπάς της. "Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις αν ξαναγίνει; Απλά θα δώσεις ώθηση στο σώμα σου προς τα πίσω και θα πατήσεις με τα πόδια σου στο βυθό. Είναι τόσο απλό."
"Τόσο απλό...", ψιθύρισε αφήνοντας κάτω το μολύβι. Πολλές φορές η λύση των προβλημάτων μας είναι τόσο απλή, που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας κι είναι θέμα κοινής λογικής να την εφαρμόσουμε...όμως κάποιες φορές, ακόμα κι αν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, αμφιβάλουμε...και χρειαζόμαστε κάποιον, απλά και μόνο για να μας το επιβεβαιώσει…
Σειρά είχε το πράσινο μολύβι. Αυτό το χρώμα πάντα την ηρεμούσε κι έδινε ζωή στη φαντασία της. Η πράσινη σκόνη στροβιλίστηκε στον αέρα, αυτή τη φορά, όμως, μόνο μέσα στο δωμάτιό της και προσγειώθηκε στα ράφια της βιβλιοθήκης. Άρχισε να περιεργάζεται τα βιβλία. Από μικρή της άρεσε πολύ να διαβάζει βιβλία και ιστορίες φαντασίας. Φανταζόταν μάλιστα ότι οι ήρωές τους ήταν πραγματικοί, κι έπαιρναν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια της. Είχε μείνει ξύπνια πολλά βράδια, συζητώντας μαζί τους για ό,τι μπορεί να την απασχολούσε, μέχρι που κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι είχε μείνει χωρίς πραγματικούς φίλους, γιατί την ικανοποιούσε ο κόσμος που είχε πλάσει μέσα στο μυαλό της. Τότε άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνεται από αυτή τη φανταστική ζωή και να προσγειώνεται στην πραγματικότητα.
Πολλές φορές, είχε αντιμετωπίσει δυσκολίες. Πολλές φορές της έλειπαν αυτοί οι "χάρτινοι" ήρωες που συμφωνούσαν μαζί της σε όλα, που τη στήριζαν σε όλα ακόμα κι αν έκανε λάθος, όμως καταλάβαινε ότι η πραγματική ζωή δεν βρισκόταν εκεί. Καταλάβαινε, ότι όσο δύσκολες και σκληρές και αν ήταν οι καταστάσεις που ζούσε, έπρεπε να μάθει να τις αντιμετωπίζει μόνη της.
Ακόνισε το μπλε μολύβι, και καθώς η σκόνη παρασύρθηκε από τον άνεμο, έβαψε μπλε τον μέχρι πρότινος γκρίζο ουρανό. Η αυλή μετατράπηκε στο προαύλιο ενός πανεπιστημίου, που έσφυζε από ζωή. Δύο κοπέλες κάθονταν στη σκάλα και μιλούσαν μεταξύ τους, όταν μια τρίτη τις πλησίασε χαμογελαστή.
«Κανονίσαμε έξοδο το βράδυ!», τις είπε δείχνοντας μια φίλη της που στεκόταν πιο πίσω. «Είστε μέσα;»
«Θα δούμε!», της απάντησαν, κι αφού πια είχε απομακρυνθεί, είπε η μία στην άλλη.
«Είδα το πάσο της, και είναι πολύ μεγαλύτερο έτος από αυτό που λέει.»
«Ναι», συμφώνησε η άλλη κοπέλα, «και είδες όλα αυτά τα σημάδια στα χέρια της; Μας έλεγε ότι της πήραν αίμα. Δεν παίρνουν αίμα από εκείνο το σημείο.»
«Νομίζω ξέρουμε πολύ καλά ποιοι έχουν τέτοια σημάδια στα χέρια τους…καλύτερα να μείνουμε μακριά της.»
Η σκηνή ξεθώριασε και η μία από τις δύο κοπέλες βρέθηκε να κάθεται μόνη της αυτή τη φορά, στην ίδια σκάλα, και η φίλη του κοριτσιού που τις είχε πλησιάσει πήγε κοντά της. Όταν έφυγε, εκείνη έμεινε για λίγο ακίνητη να κοιτάει το κενό και δάκρυσε. Μόλις είχε μάθει ότι το κορίτσι που ήθελαν να αποφύγουν, γιατί νόμιζαν ότι είχε μπλέξει, δεν βρισκόταν πια στη ζωή, κι όχι για τον λόγο που υποψιάζονταν. Πάλευε χρόνια με μια πολύ σοβαρή ασθένεια, γι’ αυτό είχε αργήσει να τελειώσει τη σχολή της. Τα χέρια της είχαν σημάδια λόγω των εξετάσεων που έκανε. Τελικά η ασθένεια τη νίκησε… Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε τόσο απαίσια. Την είχε αδικήσει πολύ, ενώ εκείνη ήθελε απλά να την πλησιάσει.
Από τότε αποφάσισε πως ποτέ ξανά δεν θα κρίνει κάποιον χωρίς να τον γνωρίσει πρώτα καλά, γιατί όποιες και να είναι οι ενδείξεις μας, ό,τι και να αφήνουν οι άλλοι να φαίνεται προς τα έξω, δεν μπορούμε να ξέρουμε ποτέ τι κουβαλάει ο καθένας μέσα του.
Πήρε στα χέρια της το κίτρινο μολύβι και το κοίταξε για μερικές στιγμές. πριν παρασυρθούν τα ξύσματα με μεγάλη ταχύτητα προς τον ουρανό. Στο δρόμο εμφανίστηκε μια παρέα εφήβων, δυο αγόρια, και δυο κορίτσια, που πήγαιναν να παρακολουθήσουν ένα θέαμα με πυροτεχνήματα. Τα χρώματα και τα σχήματα ήταν τόσο πολλά και τόσο ζωντανά. Τα πολύχρωμα φώτα έκαναν τη νύχτα να μοιάζει μέρα και να γεμίσει χαμόγελα. Μόλις τελείωσε το θέαμα η παρέα συνέχισε τη βόλτα της στα μικρά δρομάκια. Όταν έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι, οι δύο συνέχισαν μαζί...όμως οι άλλοι δύο, το κορίτσι και το αγόρι, αφού πρώτα κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα πήραν διαφορετικούς δρόμους...
Άφησε κάτω το μολύβι της, και σκέφτηκε για λίγο. Κάποιες στιγμές στη ζωή μας είναι τόσο έντονες και τόσο μαγικές, όπως τα πυροτεχνήματα που φωτίζουν τον σκοτεινό ουρανό. Όσο όμως έντονα και ξαφνικά ξεκινούν, τόσο έντονα και ξαφνικά τελειώνουν, χωρίς να αφήνουν ίχνη πίσω τους.
Συνέχισε με το κόκκινο μολύβι και τα κόκκινα ξύσματα πέταξαν μακριά, μέχρι που χάθηκαν τελείως από το βλέμμα της. Η αυλή έγινε μια τεράστια αμμουδιά. Μια κοπέλα καθόταν στα βράχια δίπλα στη θάλασσα, κρατώντας στα χέρια της ένα ξύλινο κουτάκι. Κοιτούσε γι’ αρκετή ώρα τον ορίζοντα, σαν να μην ήθελε να κοιτάξει το κουτί, σαν να μην ήθελε να το ανοίξει, γιατί φοβόταν ότι αυτό που θα αντίκριζε θα της έκανε κακό. Μετά από λίγη ώρα, σήκωσε με αργές κινήσεις το καπάκι. Μέσα υπήρχαν κόκκινα θρύμματα, αυτά ήταν ό,τι είχε απομείνει από το κόκκινο τριαντάφυλλο που είχε φυλάξει. Τα κοίταξε για μερικές στιγμές, και στη συνέχεια τα έβαλε στη χούφτα της, τα φύσηξε απαλά, και αυτά σκόρπισαν στον άνεμο, μέχρι που χάθηκαν τελείως από το βλέμμα της. Έμεινε για λίγη ώρα να κοιτάει το απέραντο γαλάζιο, και μετά χάθηκε κι αυτή.
Άφησε κάτω και το κόκκινο μολύβι. Πολλές φορές σκέφτηκε, όσο κι αν θέλουμε να κρατήσουμε κάτι, δεν εξαρτάται πλέον από μας... και πρέπει να το αφήσουμε να φύγει, γιατί αλλιώς μπορεί να μας κάνει κακό και να μην μας αφήσει να προχωρήσουμε. Ακόμα κι αν αυτό το κάτι... είναι μια ανάμνηση.
Ακόνισε το μωβ μολύβι. Καθώς ο αέρας παρέσερνε τα ξύσματα ο ουρανός σκοτείνιασε και μια καλοκαιρινή βροχή άρχισε να πέφτει δυνατά. Οι χοντρές σταγόνες θύμιζαν μικρά, αστραφτερά, μωβ διαμαντάκια που σκορπίζονταν στο έδαφος.
"Κλαίει ο ουρανός...", ψιθύρισε.
Έτσι σκεφτόταν από μικρή κάθε φορά που έβρεχε.
"Μερικές φορές τα δάκρυα δεν είναι άσχημα", σκέφτηκε. "Μας βοηθούν να ελευθερώσουμε αυτό που κρύβουμε βαθιά μέσα μας. Μας βοηθούν να ξεσπάσουμε, ώστε να δούμε τα πράγματα πιο ήρεμα, και πιο καθαρά, όταν θα ’χει κοπάσει η μπόρα."
Κάθε στιγμή που περνούσε η βροχή δυνάμωνε.
Το άφησε γρήγορα και πήρε το πορτοκαλί μολύβι. Καθώς η πορτοκαλιά σκόνη παρασυρόταν από τον άνεμο, ένας ζεστός πορτοκαλής ήλιος άρχισε να ξεπροβάλει πίσω από τα σκούρα σύννεφα, ενώ η βροχή σταματούσε. Οι άλλοτε μωβ σταγόνες, είχαν γίνει πλέον διάφανες κι έλαμπαν σαν διαμάντια πάνω στο γρασίδι και στα φύλλα των δέντρων.
Τότε η σκόνη από όλα τα μολύβια εκτός από το γκρίζο, αφού ο γκρίζος ουρανός είχε πια εξαφανιστεί, επέστρεψε κι άρχισε να στροβιλίζεται στον αέρα σχηματίζοντας ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο.
"Η ζωή μας είναι σαν ένα ουράνιο τόξο", σκέφτηκε. "Κάθε χρώμα, αντιπροσωπεύει μια σημαντική στιγμή που ζήσαμε, ένα μάθημα που πήραμε. Μα πρέπει να περάσουμε μέσα από όλα τα χρώματα, ένα προς ένα, για να μπορέσουμε να δούμε να σχηματίζεται μπροστά μας το ουράνιο τόξο. Τότε, πλέον, θα είμαστε έτοιμοι να δώσουμε στη ζωή μας το πραγματικό χρώμα που της αξίζει, το πιο αγνό που συνθέτουν όλα αυτά τα χρώματα μαζί, το λευκό."
Say your opinion