Θανάσης Ράλλης's picture
Published 01/30/2014

Έγκλημα στο γάμο της Λίτσας

 

Έπιασα το σκληρό χαρτί στα χέρια μου και το περιεργάστηκα. Αυτά τα ανάγλυφα γράμματα με προκαλούσαν να ασχοληθώ μαζί τους. Δεν λάμβανα συχνά τέτοιες προσκλήσεις. Και νομίζω ότι έτσι ήταν καλύτερα για μένα, που διαφορετικά θα έπρεπε να βρω μια δικαιολογία να μην παραστώ, αλλά και για τους ανθρώπους που δεν με καλούσαν. Κοίταξα για άλλη μια φορά το προσκλητήριο γάμου σαν να ήταν το πιο περίεργο πράγμα στον κόσμο. Για μένα ήταν.

Τι τους είχε έρθει να με καλέσουν; Μήπως ήταν καλοί άνθρωποι απλά; Απέκλεισα αυτό το ενδεχόμενο μεμιάς, αφού είχα πειστεί ότι αυτό το είδος της ανιδιοτελούς καλοσύνης είχε εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες. Τότε κάτι ήθελαν από μένα. Μια καφετιέρα; Έναν αποχυμωτή; Ένα τόξο με σκαλισμένη την αρχαία αλφάβητο των Σουμερίων;

Και να πεις ότι ήμασταν κολλητοί φίλοι, να το καταλάβαινα. Ούτε καν. Ο γαμπρός ήταν συνάδελφος σε μια προηγούμενη δουλειά. Ζήτημα αν είχαμε πιει δύο φορές καφέ έξω, και αυτό αμέσως μόλις σχολάγαμε από το γραφείο. Η νύφη ήταν και αυτή στο ίδιο γραφείο και μπορώ να πω μετά από καιρό ότι αυτοί οι δύο ήταν από τα πιο ταιριαστά ζευγάρια που έχω γνωρίσει. Η Λίτσα και ο Δημήτρης.  Μίλαγαν και οι δύο πολύ, μίλαγαν δυνατά και μίλαγαν για πράγματα που ποτέ δεν μου κινούσαν το ενδιαφέρον. Ίσως να ήμουν εγώ παράξενος, αλλά με δυσκολία μπορούσα να συμμετάσχω για πάνω από πέντε λεπτά σε μία κουβέντα που έκαναν. Συνήθως έβρισκα μια δικαιολογία για να αποχωρήσω, με αποκορύφωμα τη μέρα που είπα ότι προετοιμάζομαι για τον πανελλήνιο διαγωνισμό χορωδίας και κομψοτεχνήματος. Κατάλαβα αμέσως ότι αυτά τα δύο δεν συνδυάζονται, αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν μου έδωσαν σημασία και συνέχισαν να σαλιαρίζουν.

Και ήταν λογικό που παντρεύονται τα παιδιά. Δεν ήταν λογικό όμως να με καλέσουν. Κοίταξα για μία ακόμη φορά τον φάκελο, για να βεβαιωθώ ότι έγραφε το όνομα μου. Το έγραφε, και μάλιστα με μία προσπάθεια καλλιγραφίας, που είχε καταλήξει στο να είναι το όνομα σχεδόν αδύνατο να διαβαστεί. Ήταν το όνομα μου όμως, θα το αναγνώριζα ακόμα και με αναγραμματισμό.

Μία τρελή σκέψη μου πέρασε από το μυαλό. Θα πήγαινα. Έτσι για αλλαγή, δεν είχα τίποτα να χάσω. Εκτός ίσως από τον χρόνο μου, που θα μπορούσα να τον σπαταλήσω εκείνο το απόγευμα Σαββάτου σε κάποια απόπειρα μαγειρικής, που θα κατέληγε, βέβαια, σε τραγωδία. Θα πήγαινα.

Τη μέρα του μυστηρίου

«Θύμισε μου το μικρό σου;» μου είπε ένας τύπος που περίμενε δίπλα μου στο προαύλιο της εκκλησίας. Ήταν και αυτός συνάδελφος στην παλιά μου δουλειά. Είχε έρθει λίγο καιρό πριν φύγω εγώ. Το στυλάκι της ερώτησης, όμως, με εκνεύρισε τόσο πολύ, που στο τσακ κρατήθηκα να μην δοκιμάσω πάνω του μια αυτοσχέδια λαβή που θα επινοούσα εκείνη τη στιγμή. Του είπα λάθος όνομα, τον άκουσα να φλυαρεί για δυο-τρία λεπτά και μόλις βρήκα ευκαιρία ξεγλίστρησα. Μπαστακώθηκα δίπλα σε μία ασυνόδευτη, όπως όλα έδειχναν, τριαντάρα που έλαμπε από μακριά. Με κοίταξε, την κοίταξα, με ξανακοίταξε, την ξανακοίταξα. Δεν θα της έκανα τη χάρη να μιλήσω πρώτος. Αν το έκανα, θα είχα χάσει το παιχνίδι από την αρχή. Θα την άφηνα να σκεφτεί κάτι να πει. Δεν είπε τίποτα.

Λίγα λεπτά μετά αποφάσισα ότι θα το παίξω ακόμα πιο δύσκολος και άρχισα να απομακρύνομαι. Έκανα δύο ανέμελες βόλτες στο χώρο, πέρασα μπροστά από τον γαμπρό, που περίμενε εδώ και 20 λεπτά τη νύφη, του είπα ένα «ΤΥΧΕΡΑΚΙΑ» χαμογελώντας και επέστρεψα στη θέση μου δίπλα στην ασυνόδευτη τριαντάρα. Με κοίταξε, την κοίταξα, με ξανακοίταξε, την ξανακοίταξα. Κανείς μας δεν είπε κουβέντα. Θα είχε πολλή πλάκα η σημερινή βραδιά, αν συνεχιζόταν έτσι. Είχα καλό προαίσθημα και αυτό δεν συνέβαινε συχνά.

Λίγες ώρες μετά, στο γλέντι

Όποιος πούστης με χτύπησε, με χτύπησε δυνατά. Βρισκόμουν πεσμένος στο πάτωμα, ανάμεσα σε κόσμο που έτρεχε και φώναζε πανικόβλητος. Το αριστερό μου μάγουλο ακουμπούσε στο κρύο πλακάκι. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια, αλλά η θολούρα που εμφανίστηκε μπροστά μου δεν με άφηνε να διακρίνω τίποτα. Σήκωσα το χέρι μου και έπιασα το κεφάλι μου στο σημείο που είχα φάει το χτύπημα. Έπιασα αίμα. Πόση ώρα ήμουν αναίσθητος; Κάτι άσχημο είχε συμβεί. Κάποιος πρέπει να είχε πεθάνει. Και εγώ είχα φτάσει πολύ κοντά στο να ανακαλύψω την αλήθεια, γι’ αυτό με χτύπησαν. Τώρα θυμόμουν σιγά σιγά τι είχε γίνει.

Δεν πρέπει να ήμασταν στο μαγαζί για περισσότερο από μία ώρα. Προσπαθούσα να μεθύσω και δεν τα κατάφερνα με τίποτα. Ακόμα και όταν ήπια μαζεμένα εκείνα τα λικεράκια από ένα τραπέζι με θείες. Η μουσική ήταν άθλια, o dj έπαιζε μαζεμένα όλα τα λαϊκοπόπ χιτάκια της εποχής, μπλεγμένα με ελληνικές επιτυχίες της δεκαετίας του ’60, αλλά ο περισσότερος κόσμος έμοιαζε να διασκεδάζει.

Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι αν ο dj έβαζε Πουλόπουλο σε μέρα γάμου, θα πήγαινα να πεθάνω. Και θα την τηρούσα την υπόσχεση μου.

Θυμήθηκα τους λόγους για τους οποίους δεν πήγαινα σε γάμους. Ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι και για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Μέχρι που ακούστηκε μια γυναικεία κραυγή. Εκείνη τη στιγμή όλοι σταμάτησαν. Προσπάθησα να καταλάβω τι γίνεται, αλλά η θέση μου στην αίθουσα ήταν τέτοια που το οπτικό μου πεδίο ήταν καλυμμένο από δύο τεράστια φυτά τοποθετημένα δεξιά και αριστερά από μία κολώνα, προφανώς για τη διακόσμηση του χώρου. Σκατά διακόσμηση, αν θέλετε τη γνώμη μου.

Προσπαθώντας να περάσω ανάμεσα στον κόσμο (ήταν περίπου 400  άτομα εκείνη τη στιγμή μέσα), διέκρινα με την άκρη του ματιού μου έναν τύπο να κινείται ύποπτα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αποφάσισα να πάω προς αυτόν. Τον είχα πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής.

«Φίλε τι έγινε;» τον ρώτησα. Ξαφνιάστηκε. Όχι, όμως, όσο ξαφνιάστηκα εγώ από το χτύπημα στο κεφάλι που με άφησε αναίσθητο. Σηκώθηκα παραπατώντας. Διαπίστωσα ότι τελικά ο κόσμος δεν έτρεχε δίπλα μου, απλά χόρευαν. Τι στο διάολο συνέβαινε; Κανένας δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι με είχαν χτυπήσει και ήμουν αναίσθητος. Ήμουν βέβαια σε μία από τις εξόδους, αλλά και πάλι. Πληγώθηκα λίγο, είναι η αλήθεια, που δεν μου έδωσε κανένας σημασία, αλλά έπρεπε να μάθω τι είχε γίνει. Πήγα στο τραπέζι που κάθονταν οι θείες και τους ήπια ξανά τα λικεράκια. «Τι έγινε εδώ κορίτσια;» τους είπα.

«Δεν σου φτάνει η μία που έφαγες στο κεφάλι, θες κι άλλη;» είπε η μία από τις θείες. Κατάρα! Αυτή με είχε χτυπήσει. Και τι θα έκανα τώρα, πως θα έσωζα την υπόληψη μου; Δεν μπορούσα να τα βάλω με τις θείες, κανένας δεν θα καταλάβαινε ότι είχα δίκιο, όλοι θα έπαιρναν το μέρος τους.

«Εμείς οι δύο θα τα ξαναπούμε» είπα χαμηλόφωνα στη θεία και απομακρύνθηκα. Δεν θα τα ξαναλέγαμε, αλλά έπρεπε να πω κάτι απειλητικό, για να φύγω.

«Όποτε θες» μου είπε και μου έδειξε το τακούνι που κράταγε στο χέρι της. Με αυτό με είχε χτυπήσει η σκρόφα. Πήρα από έναν δίσκο μια σαμπάνια και κάθισα σε ένα τραπέζι που ήταν άδειο.

«Να κάτσω;», ρώτησε η ασυνόδευτη τριαντάρα, που με είχε πλησιάσει αθόρυβα. «Να κάτσεις» της είπα. Δεν άντεξε τελικά και μου μίλησε πρώτη. Χα! Το είχα κερδίσει το παιχνίδι. Τον πρώτο γύρο τουλάχιστον.

«Μήπως ξέρεις τι έγινε πριν; Ποια ήταν αυτή που ούρλιαξε;».

«Η νύφη. Διαπίστωσε ότι είχε λιώσει η τούρτα. Ήταν τούρτα παγωτό και δεν την είχαν βάλει στο ψυγείο. Έχασε την ψυχραιμία της για λίγο και άρχισε να κυνηγάει τον υπεύθυνο του catering. Ήταν ο τύπος που πήγες να σταματήσεις πριν σε χτυπήσει η θεία».

«Α! Νόμιζα ότι δεν την είδε κανείς αυτή τη σκηνή».

«Όλοι μας την είδαμε».

«Και γιατί κανένας δεν με σήκωσε. Πρέπει να ήμουν μια ώρα αναίσθητος».

«Ούτε λεπτό δεν πέρασε».

Προσπάθησα να κάνω μία γρήγορη επεξεργασία της κατάστασης στο μυαλό μου. Είχα πιει αρκετά για να είμαι ευδιάθετος, αλλά όχι τόσο για να είμαι μεθυσμένος. Η γυναίκα απέναντι μου δεν συνοδευόταν και μου είχε πιάσει κουβέντα από μόνη της. Το περιστατικό με τα λικεράκια είχε αρχίσει να σβήνει, άρα όλα έδειχναν ότι θα πέρναγα ένα απροσδόκητα ωραίο βράδυ.

Από τα ηχεία άρχισε ένα παίζει το «έπεφτε βαθιά σιωπή» του Πουλόπουλου. Σίγα μη με άφηναν να αγιάσω. Σηκώθηκα από τη θέση μου και άναψα ένα τσιγάρο, αφήνοντας παράλληλα έναν αναστεναγμό απογοήτευσης.

«Πού πας;», με ρώτησε η ασυνόδευτη τριαντάρα.

«Πάω να πεθάνω», της είπα.

Say your opinion

Log in to post comments