Ευγενία Κώτση's picture
Published 03/05/2014

Αθώα χέρια

Οι σταγόνες του νερού έπεφταν βαριά, με ακανόνιστο ρυθμό. Σιωπή, σχεδόν νεκρική και ο ήχος από τις σταγόνες που συναντούν το παγωμένο νερό που με σκεπάζει... Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Το μόνο που θυμόμουν ήταν ότι μόλις ξύπνησα γέμισα τη μπανιέρα κρύο νερό και μπήκα μέσα. Αυτός ο υγρός ήχος μου τρυπούσε το μυαλό. Πρέπει να τη φτιάξω τη βρύση, πώς όμως; Πού λεφτά, σκεφτόμουν. Έριξα μια ματιά γύρω μου, όλα βρώμικα και εγκαταλελειμμένα. Δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ, να βγω από εδώ. Έχει μουδιάσει το κορμί μου. Σιγά-σιγά κλείνουν τα βλέφαρά μου Δεν ακούγεται πλέον ο βασανιστικός ήχος των σταγόνων, μόνο ένα ελαφρύ βουητό. Οι εικόνες εναλλάσσονται στο μυαλό μου με ταχύτητα που με διαπερνά σαν ίλιγγος. Τα παιδικά μου χρόνια, κίτρινα μπαλόνια, χέρια, μάτια, χαμόγελα, τα αδιέξοδα της καθημερινότητας. Τα μαύρα λουστρίνια του πατέρα, η ραπτομηχανή της μαμάς, ο ήχος της...βασανιστικός κι αυτός, τσαφ, τσαφ, τσαφ...σιωπή και πάλι από την αρχή ο ίδιος ήχος. Το πρώτο χάδι, αυτό το διαφορετικό από τα άλλα, το ρίγος, η αγωνία του έρωτα πεσμένη πάνω σε άγουρα χρόνια, αμηχανία, χαρά, προσμονή, πόνος βαθύς, απογοήτευση και μετά ο φόβος για το επόμενο χτύπημα του έρωτα. Και ύστερα εσύ. Εκεί που προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με τα μοναχικά μου απογεύματα, ήρθες. Γλυκιά πνοή, υπόσχεση, καλοκαίρι, τυφώνας που με έβγαλε από το τούνελ που επέλεξα να κρυφτώ. Με έμαθες να βλέπω το φως. Ήξερες την εύθραυστη φύση μου, αυτήν που εγώ δεν άντεχα να κουβαλάω και την αγκάλιασες, την θώπευσες με τη δική σου αύρα και τελικά την έκρυψες καλά σε κάποια γωνιά που δεν ήθελα να ξέρω. Επέστρεψε όμως, βγήκε από την κρυψώνα της και κάθισε πάνω μου επιβλητικά. Χα! Να' μαι λοιπόν! Εύθραυστη και πάλι, ταΐζω την αδυναμία μου στο στόμα. Φάε, γιατί μου φαίνεσαι χλωμή σήμερα, στάσου καλύτερα πάνω στο στήθος μου! Φύγε, σε μισώ! Έλα πίσω, ξάπλωσε στο στήθος μου. Έφυγες εσύ και αυτή ελευθερώθηκε. Μακάρι να ερχόσουν πίσω, όλα αλλιώς θα ήταν ... νομίζω. Το βουητό στα αφτιά μου αρχίζει να δυναμώνει. Εικόνες ξανά σε εναλλαγή και έρχεται στο νου μου μια, σκεπάζοντας όλες τις άλλες. Τέσσερα χρόνια πέρασαν -σαν να ήταν χθες το σκέφτομαι- από τότε που γέννησα την Ιφιγένεια. Το βουητό υποχωρεί και ξεκινάει πάλι ο ήχος από τις σταγόνες. "Επιλεκτική ακοή" ψιθύρισα, μια στάση πριν την τρέλα. Με ηρεμεί προς στιγμήν η σκέψη της μικρής μου Ιφιγένειας. Την κρατούσαμε μαζί, η πρώτη αγκαλιά, την έβλεπες σαστισμένος με μάτια γεμάτα από συγκίνηση και ανακούφιση. Θυμάμαι τόσο έντονα τη μυρωδιά της, τα μικρά της χέρια, τα βλέφαρά της σαν κοχύλια με τα πολύτιμα μεγάλα μαργαριτάρια. Κοίταξέ την, μου είπες, εσύ κι εγώ σε ένα πλάσμα. Με πλημμύριζε τόση ευτυχία, που έτρεμα τη στιγμή που κάτι από αυτά θα χανόταν. Ευτυχία και φόβος, τι παράξενος συνδυασμός... Το βουητό στα αυτιά μου επανέρχεται, ο ήχος από τις σταγόνες της βρύσης ακούγεται σαν πατημασιές πάνω σε λιμνάζοντα νερά, σαν να έρχεται κάποιος κατα πάνω μου. Η μέρα που χάθηκες. Το ατύχημα, ένα τηλεφώνημα, ένα δωμάτιο νοσοκομείου και μια μόνο στιγμή, τα μάτια σου λίγο πριν το τέλος. Δεν έχω το κουράγιο να αφήσω τα δάκρυά μου. Δεν έχω δάκρυα, ούτε προσμονή, ούτε ελπίδα. Μόνο μια αδυναμία που την ταΐζω, δεμένη με σκοινί πάνω μου, τώρα κάθεται απέναντί μου και με παρατηρεί να βυθίζομαι. Κοίταξα για μια στιγμή το είδωλό μου στον καθρέφτη, έτσι βυθισμένη όπως ήμουν στο νερό, είδα ένα πρόσωπο απόκοσμο, δεν μπορούσα να με αναγνωρίσω. Ποια είμαι; Ποια είναι αυτή η σκοτεινή μορφή; Η σκέψη της Ιφιγένειας ήρθε και πάλι. Άρχισα να συναντάω τις τύψεις μου. Πρέπει να σηκωθώ από δω, από το σκοτάδι που με έχει καταπιεί, για την Ιφιγένεια. Με χρειάζεται. Τι θα απογίνει χωρίς εμένα; Όταν θα αρχίσει να καταλαβαίνει, δεν θα αντέξει στη σκέψη δύο χαμένων από τη ζωή γονιών. Πρέπει να βγω από τον λαβύρινθο. Όλο το σπίτι θυμίζει εγκατάλειψη, η μικρή μου βυθισμένη στην εγκατάλειψη κι αυτή. Πώς θα μπορέσω να σηκωθώ όμως, πώς άραγε; Τρεις μήνες κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι, άψυχο σώμα, μηχανικά περιφερόμενο. Πρώτα ο δικός σου χαμός και μετά η παραίτησή μου από όλα, από τη δουλειά, από την οικογένεια, από την ίδια τη ζωή. Ένα κουλουριασμένο ανθρωπάκι έχω γίνει, ανεπαρκής, λίγη. Ξάφνου, ακούγονται βήματα από το βάθος, η πόρτα ανοίγει αργά. Είναι η Ιφιγένεια. Σέρνοντας σχεδόν τις μεγάλες παντόφλες που φοράει, με τα μαύρα σπαστά μαλλάκια της, ανακατεμένα από τον ύπνο, με πλησιάζει γεμάτη δειλία κρατώντας το φουστανάκι της διπλωμένο μπροστά της. Με πλησιάζει και ανοίγει με τα χεράκια της το κομμάτι που κρατούσε σφιχτά διπλωμένο "Έσπασα τον κουμπαρά μου και κοίτα πόσα λεφτά έχει μέσα μαμά! Δε θέλω να μου αγοράσεις τίποτα, θα τα πληρώσουμε όλα και τους λογαριασμούς και το νοίκι και μετά θα πάμε βόλτα για λουκουμάδες και δεν θα στεναχωριέσαι πια μαμά!" λέει με την παιδική φωνούλα της, κοιτάζοντάς με γεμάτη προσμονή για ένα μικρό χαμόγελο ή έστω ένα νεύμα επιδοκιμασίας. Η αφοπλιστική της αθωότητα με σκέπασε σαν ορμητικό ποτάμι. Έπιασα τα χέρια της και τα ακούμπησα επάνω στα μάγουλά μου. Τι ζεστασιά, θεέ μου! Ένιωθα τόση ντροπή, η ψυχή μου γέμισε τύψεις. Τόσο καιρό είχα αφήσει τη μικρή μου στο περιθώριο. Τα μάτια της με κοίταζαν με τόση λαχτάρα να ξαναγίνω η μητέρα που ήξερε. Μείναμε έτσι πολλή ώρα. Εγώ με σχεδόν τρεμάμενα χέρια κρατούσα τα δικά της επάνω στο πρόσωπό μου, σαν να θεράπευε τις πληγές μου, σαν να έδινε πνοή σε ένα σώμα χωρίς ζωή. Άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν, αυτή ίσως και να είναι μια ελπίδα λύτρωσης. Να, μια μικρή κουκκίδα φως! Τώρα μεγαλώνει. Την αδυναμία που τόσο καιρό φρόντιζα με υποταγή, την είδα να κόβει το σκοινί που με ένωνε μαζί της και να με εγκαταλείπει. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, μόνο οι χτύποι από την καρδιά της μικρής μου ακούγονταν. Ήταν σαν να γεννήθηκα πάλι, αυτή τη φορά στα χέρια της μικρής μου και η Ιφιγένεια, το μικροσκοπικό πλάσμα που κρατούσα πριν τέσσερα χρόνια, φρόντιζε τώρα εμένα. Με κρατούσε και, σαν να είχε τη σοφία ενός μεγάλου ανθρώπου, προσπάθησε να απαλύνει τον πόνο μου, με το βλέμμα της, με τα λόγια της, με την αθωότητά της, με το χάδι και τη λυτρωτική αγκαλιά της.  
    
Το καλοκαίρι μας βρήκε στο πατρικό μου σπίτι, στη Σύμη. Λίγους μήνες νωρίτερα είχα καταφέρει να βρω μια δουλειά και σιγά-σιγά είχα αρχίσει να συνέρχομαι οικονομικά. Τις μέρες της καλοκαιρινής μου άδειας ήρθαμε να τις περάσουμε εδώ. Το νησί αυτό ήταν πάντα το αγαπημένο μου καταφύγιο. Η Ιφιγένεια φαίνεται χαρούμενη και πάλι. Όλη την ημέρα την περνάμε στην παραλία και το βράδυ κάνουμε βόλτες στο λιμάνι του νησιού, ή πηγαίνουμε για τους αγαπημένους της λουκουμάδες στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς.

Τώρα τη βλέπω να παίζει στην άμμο. Έχει σχεδόν δύσει ο ήλιος. Ακούγεται μόνο ο παφλασμός των κυμάτων και η φωνή της Ιφιγένειας να σιγοτραγουδάει. Γλυκιά μου Ιφιγένεια! Έφταναν τα παιδικά σου χέρια να μου χαρίσουν τη ζωή, να γεμίσουν την ψυχή μου δύναμη και ελπίδα και προσμονή. Εκείνη την ημέρα, μικρέ μου άγγελε, ξαναγεννήθηκα μέσα από τα αθώα σου χέρια! Έλα κοντά μου, θα μου μάθεις και μένα το τραγούδι σου;

Say your opinion

Log in to post comments

Readers' conversation

ευη συμ's picture
ευη συμ

Προσεγμένο κι εύληπτο διήγημα...Ευγενία, χρησιμοποιείς με χαρισματική απλότητα τη γλώσσα και οι περιγραφές σου είναι τόσο συνοπτικές μα κι έυστοχες όσο 'οφείλουν'... καλή συνέχεια κι εύγε!
Ευγενία Κώτση's picture
Ευγενία Κώτση

Ευη σἐυχαριστώ πολύ. Πιστεύω πως έτσι εξασφαλίζεται (κάπως) και η αμεσότητα προς τον αναγνώστη. Χαίρομαι που σου άρεσε!