Η εκδίκηση

Χρόνια την παρακαλούσε να τον βοηθήσει σ’ αυτή του την προσπάθεια. Εκείνη έβρισκε διαρκώς προφάσεις, να σήμερα αυτό, να αύριο εκείνο. Μια ήταν έγκυος, μωρομάνα, μικρομάνα, άρρωστο το παιδί, δυσκολίες στα μαθήματα, προβλήματα στην εφηβεία. Όλα τους έβρισκαν και τους ξεπερνούσαν. Τα χρόνια κυλούσαν. Η απόσταση ανάμεσα τους μεγάλωνε. Ζευγάρι ήταν μόνο τύποις. «Εγώ κοιτώ εσένα κι  εσύ κοιτάς αλλού».

Αυτός από μικρή την επιχείρηση, αν και χωρίς βοήθεια, την έκανε υπολογίσιμη. Ο μικρός ανθόκηπος άνθισε και κάρπισε κι έγινε ο «ΟΝΕΙΡΟΚΗΠΟΣ» με τ’ όνομα. Άνθη, φυτά, καλλωπιστικά, δένδρα για φύτευση, στολισμοί για βαφτίσια, γάμους κι άλλα τέτοια. Ούτε το πόδι της δεν πάτησε τόσα χρόνια στο χώρο. Τι να μας πουν κι οι πενηντάρηδες ψευτογεωπόνοι… Εκείνη είχε το χαβά της με το τραγούδι. Ονειρευόταν να γίνει καλλιτέχνης, να πούμε, μια Αλεξίου, μια Βανδή, κάποια τέλος πάντων. Αυτή το’ θελε πολύ, εκείνο πάλι όχι. Μόνο υποσχέσεις· να σήμερα, να αύριο… Δούλευε εποχιακά σε μαγαζιά της πλάκας, αλλά αυτή νόμιζε πως ήταν κάποια και πως δεν μπορεί παρά μια μέρα ν’ αναγνωριστεί το μεγάλο της ταλέντο. Είχε και τα τυχερά της. Τα φλερτάκια της, τις αρπαχτές της, κι όλο και ανέβαινε η αυτοεκτίμησή της κι οι φιλοδοξίες της.

Ένα βραδάκι, την ώρα που στολιζόταν για το μαγαζί, χτυπά το τηλέφωνο. Το παιδί έλειπε διακοπές στην κατασκήνωση. Σηκώνει το ακουστικό· κάτι ψελλίζει. Μισοβαμμένη, προχειροντυμένη, αρπάζει την τσάντα και μπαίνει στο αμάξι. Στο δρόμο οδηγούσε σαν σε κατάσταση μέθης· δυο τρεις φορές βγήκε απ’ την πορεία, προσπέρασε αντικανονικά, εισέπραξε και κάποιες μούντζες. Ε! κυρά μου… Νύχτα το πήρες… Δεν επικοινωνούσε. Έτρεχε. Ξαφνικά άλλαξαν τα μεγέθη μέσα της, τα μέτρα της και τα σταθμά της. Πάνω απ’ όλα αυτός. Αχ! Παναγιά μου, κάνε το θαύμα σου!

Φτάνει στο νοσοκομείο. Την περίμενε ο αδελφός της. Μόλις τον βλέπει, ρίχνεται επάνω του. «Τι κάνει ο Παύλος;» Καμιά απάντηση. Μόνο ένα βλέμμα αίνιγμα και κεραυνός. Την οδηγούν μέσα. Ανασηκώνουν το σεντόνι. Είναι νεκρός. Σωριάζεται σε μια καρέκλα. Τα πόδια της δεν τη βαστούν. Τρέμει σύγκορμη. Το πρόσωπό της κάτωχρο. Της δίνουν λίγο νερό, τη βέρα του και κάποια προσωπικά του αντικείμενα, πορτοφόλι, ταυτότητα, κινητό. Μεμιάς άλλαξαν όλα. Ένας πόνος αβάσταχτος. Το μυαλό της ταρακουνήθηκε. Η καρδιά της πονούσε αλλόκοτα. Ξαφνικά ο νεκρός έγινε πάλι ο άντρας της, ο Παύλος της, όπως πολύ παλιά – πριν πόσα χρόνια; Η μνήμη της την εγκατέλειπε, δε θυμόταν πια τίποτε. Κάποιος, κάπου, κάποτε την παρακαλούσε να φυτέψουν λουλούδια, βάζα, προβατάκια, πουλιά, πεταλούδες… Τη φώναζε με τ’ όνομά της, μα δε θυμόταν πώς. Ποια ήταν δε θυμόταν. Τον κοίταζε ξαπλωμένο ακίνητο, ήρεμο, ανέμελο, χωρίς κανένα σημάδι απ’ το χτύπημα, σαν να της χαμογελούσε με ειρωνεία. Έπαιρνε κι αυτός την εκδίκησή του.

Say your opinion

Log in to post comments

Readers' conversation

Ariel Bellow's picture
Ariel Bellow

Εντυπωσιακό! Μέσα σε λίγες γραμμές μόνο, διαβάζει κανείς την ιστορία μιας ολόκληρης ζωή, ενώ συγχρόνως εισπράττει όλα τα συναισθήματα, τις εντάσεις και την ψυχική κατάσταση των πρωταγωνιστών, που τους συνόδεψαν στη ζωή αυτή...!
Mortalis Ex Maccina's picture
Mortalis Ex Maccina

Πάρα πολύ καλό. Θα είχε ενδιαφέρον και η οπτική γωνία της άλλης πλευράς. Του "εκδικητή"....