Σίμος Οικονομίδης's picture
Published 04/27/2014

Ανήκει στην τράπεζα

 

«Πουτάνας γιοι! Γαμώ τη μάνα που σας πέταξε! Αυτό το σπίτι είναι δικό μου, το πλήρωσα! Μόνο νεκρό θα με βγάλετε από δω!»

Η βροντερή φωνή ακουγόταν από το διαμέρισμα του Σάββα, στον τέταρτο. Κάποιες πόρτες μισάνοιξαν και οι γείτονες έστησαν αυτί. Ο Σάββας ήταν ένας πελώριος τύπος, αυτό που λέμε «ντουλάπα», και είχε δύναμη βουβαλιού. Αλλά φωνακλάς δεν ήταν. Το αντίθετο, σπάνια άνοιγε το στόμα του να μιλήσει και, όταν το άνοιγε, μιλούσε αργά και ήρεμα. Άρα κάτι πολύ σοβαρό έπρεπε να συμβαίνει, για να φωνάζει τώρα έτσι.

Η έκρηξη του Σάββα έκοψε τα ήπατα του δικαστικού κλητήρα και των δύο αστυνομικών, που είχαν έρθει για να διεκπεραιώσουν την έξωση. Δεν ήταν μόνο η φωνή και το μέγεθος αυτού του ανθρώπου, που προκαλούσαν τον τρόμο. Ήταν και η στάση του. Στεκόταν στη μέση του σαλονιού με σφιγμένες τις γροθιές, ρουθούνιζε σαν ταύρος σε αρένα, οι μύες του πάλλονταν απ’ τις συσπάσεις και τα μάτια του σπιθοβολούσαν, καθώς παρακολουθούσαν με ανατριχιαστική εγρήγορση τους αντιπάλους. Ήταν έτοιμος για όλα, το οσμίστηκαν αυτό οι αστυνομικοί, όχι όμως και ο κλητήρας, που διάβαζε αμέριμνος στον Σάββα την απόφαση έξωσης. Οι αστυνομικοί έφεραν ενστικτωδώς τα χέρια στις θήκες των πιστολιών τους. Ο κλητήρας ολοκλήρωσε την ανάγνωση της απόφασης.

«Παρακαλώ, κύριε Βούρδουλα, ακολουθήστε τα όργανα στην έξοδο. Το σπίτι αυτό, κατόπιν της δικαστικής απόφασης που μόλις σας ανέγνωσα, δεν σας ανήκει πια. Ανήκει στην τράπεζα.»

Ο γίγαντας κοίταξε ψύχραιμα τον χαρτογιακά.

«Εγώ δεν θα πεθάνω άστεγος. Θα πεθάνω στο σπίτι μου. Και θα σε πάρω μαζί μου.»

Δεν μπλόφαρε ο Σάββας. Δεν φλυαρούσε. Οι τρεις εκπρόσωποι του νόμου δεν είχαν ιδέα, αλλά στον κόσμο την νύχτας ήταν γνωστό το στιλ του. Επί τριάντα χρόνια, τα καλά χρόνια, που το χρήμα έρρεε, δούλευε μπράβος και πόρτα σε νυχτομάγαζα γνωστού επιχειρηματία της πρωτεύουσας. Ο επιχειρηματίας πλήρωνε καλά, φρόντιζε τους ανθρώπους του. Όταν ήρθε η κρίση και το ένα μετά το άλλο τα μαγαζιά έκλεισαν, ο Σάββας, μαζί με πολλούς άλλους, έχασε τη δουλειά του, στα πενήντα δύο. Αλλά στον κόσμο της νύχτας έμεινε αξέχαστο το στιλ με το οποίο αντιμετώπιζε τους κινδύνους. Μέσα σε τριάντα χρόνια είχε έρθει αντιμέτωπος με μεθυσμένους, με φιγουρατζήδες, με ηλίθιους, αλλά και με σκληρούς μπάσταρδους, που με το παραμικρό τραβούσαν μαχαίρι και δεν δίσταζαν να το καρφώσουν. Ο Σάββας έμενε πάντα ατάραχος, έκανε μισό βήμα μπροστά, σε στάση ετοιμότητας, μπροστά και όχι πίσω, καταπάνω στον κίνδυνο και όχι μακριά του, αυτό και μόνο τους έκανε να το ξανασκεφτούν, τόση σιγουριά κάτι σήμαινε, κι έλεγε λίγες κουβέντες και ζυγισμένες: «Βάλε το μαχαίρι στην τσέπη ή το χώνω στον κώλο σου!» Κάποτε ένας εξίσου τεράστιος τύπος αψήφησε τις φοβέρες του και όρμησε να τον μαχαιρώσει. Ο Σάββας τον έστειλε στο νοσοκομείο. Δυο μήνες στην εντατική.  

Η απειλή προς τον κλητήρα έκανε ακόμα πιο ανήσυχους τους αστυνομικούς. Αντάλλαξαν ένα νεύμα και, με αργές κινήσεις, ξεκούμπωσαν τις θήκες των πιστολιών. Ο Σάββας έκανε μισό βήμα μπροστά και ύψωσε τον δείκτη του αριστερού χεριού, για να τονίσει τις λέξεις:

«Αφήστε τα πιστόλια στις θήκες ή τα χώνω στον κώλο σας!»

Ο κλητήρας χλόμιασε. Οι αστυνομικοί ταλαντεύτηκαν. Ο ένας έπιασε τη λαβή του πιστολιού του και το μισοέβγαλε. Με ταχύτητα αστραπής, ο Σάββας του έριξε μια τρομαχτική κλωτσιά στα γεννητικά, που τον δίπλωσε. Ο Σάββας άρπαξε το μισοβγαλμένο όπλο και το έστρεψε στον δεύτερο αστυνομικό, που στο μεταξύ είχε βγάλει το δικό του. Ο Σάββας ήταν πιο γρήγορος, του φύτεψε μια σφαίρα στο κούτελο. Γύρισε στον διπλωμένο αστυνομικό και του ’ριξε και κείνου μια σφαίρα στο κεφάλι. Δυο κορμιά έπεσαν άψυχα. Ο Σάββας πλησίασε τον κλητήρα σε απόσταση αναπνοής. Εκείνος είχε κατουρηθεί.

«Σας παρακαλώ!», ψέλλισε. «Έχω γυναίκα και παιδιά!»

«Κι εγώ είχα. Μ’ εγκατέλειψαν.»

«Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ. Τι μπορώ να κάνω για σας, τι θέλετε να κάνω, πείτε μου!»

«Μα, νομίζω, ήρθες για να με βγάλεις απ’ το σπίτι μου.»

«Όχι, όχι εγώ! Εντολές εκτελώ, τη δουλειά μου κάνω.»

«Όχι εσύ. Τότε ποιος;»

«Η τράπεζα. Η τράπεζα!»

«Στην τράπεζα έχω πληρώσει δόσεις διακόσια χιλιάρικα. Και για δεκαπέντε ψωροχιλιάρικα μου παίρνει το σπίτι. Είναι δίκαιο αυτό;»

«Καθόλου δίκαιο. Άδικο, πάρα πολύ άδικο!»

«Τότε γιατί το κάνεις;»

Οι τελευταίες λέξεις του Σάββα ακούστηκαν περισσότερο σαν καταδίκη παρά σαν ερώτηση. Ο κλητήρας είχε γίνει μουσκίδι απ’ τον ιδρώτα, έτρεμε σαν σπουργίτι στη χούφτα, κλαψούριζε. Σαματάς ακούστηκε στην εξώπορτα. Οι πυροβολισμοί είχαν μαζέψει εκεί τους γείτονες. Ο φόβος δεν τους επέτρεπε να χτυπήσουν το κουδούνι και η περιέργεια δεν τους άφηνε να φύγουν. Στριμώχτηκαν πάνω στην κλειστή πόρτα και προσπαθούσαν να ακούσουν. Ο κλητήρας κοίταξε με ελπίδα προς τη μεριά της πόρτας. Πίσω της, πέντε μέτρα από κει που στεκόταν, ήταν μαζεμένοι άνθρωποι, κόσμος, Χριστιανοί. Η παρουσία τους θα τον έσωζε. Ένιωσε ασφάλεια.

Ο Σάββας αφουγκράστηκε, κατάλαβε ότι δεν είχαν σκοπό να επέμβουν και κάρφωσε το βλέμμα στον κλητήρα. Ένιωθε για κείνον οίκτο ανάμεικτο με αηδία. Ο κλητήρας έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τον μαλακώσει.

«Για να ζήσω. Το κάνω για να ζήσω!»

Ο Σάββας συνέχισε να τον κοιτάζει ανέκφραστος.

«Ή μαζί θα ζήσουμε… Ή μαζί θα πεθάνουμε.»

Σήκωσε το πιστόλι και πυροβόλησε τον κλητήρα εξ επαφής ανάμεσα στα μάτια. Ο κλητήρας σωριάστηκε νεκρός. Σούσουρο ακούστηκε πίσω απ’ την πόρτα. Οι γείτονες σκόρπισαν πανικόβλητοι. Μια αλλόκοτη ησυχία ακολούθησε. Ο Σάββας έμεινε για πολλά λεπτά ακίνητος, με το πιστόλι στο χέρι. Το βλέμμα του ήταν τώρα στυλωμένο στις φωτογραφίες των δυο παιδιών του, στο σύνθετο του σαλονιού. Τα μάτια του γυάλισαν, μα δεν έσταξαν. Άφησε το πιστόλι να πέσει στο πάτωμα. Βγήκε στο μπαλκόνι. Ο ήλιος έλαμπε σαν να ήταν γιορτή. Ο αέρας ζεστός, ξηρός, του ανακάτεψε τα μαλλιά. Ο Σάββας έσκυψε να ελέγξει τον δρόμο, τέσσερα πατώματα πιο κάτω. Έκανε τρία βήματα προς τα δεξιά. Σημάδεψε. Καβάλησε τα κάγκελα, βούτηξε στο κενό και έσκασε ευθεία πάνω στο περιπολικό της αστυνομίας, που ήταν σταθμευμένο μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Το έλιωσε. Ο αστυνομικός που περίμενε στο τιμόνι τους συναδέλφους του έγινε κιμάς.
 

Say your opinion

Log in to post comments

Readers' conversation

Mortalis Ex Maccina's picture
Mortalis Ex Maccina

Πολύ καλό, αν και προβλέψιμο. Βέβαια τελικά είναι τι θες από ένα διήγημα να εντυπωσιάσει ή να αποτυπώσει εικόνες και συναισθήματα. Κορυφαία στιγμή ο "κιμάς".