Κόκκινο στίγμα

Κοίταξε μηχανικά το ρολόι. Πώς ξέχασε το κινητό του; Θα μπορούσε να της τηλεφωνήσει, ν’ ακούσει τη φωνή της, βαθιά, αισθαντική, ερωτική. Παρηγοριά.

Πίνω τον καφέ μου και την κάνω. Αύριο ξανά δουλειά. Πού περιθώρια για πολυτέλειες! Όσο έκλαψε, έκλαψε. Αύριο χαμογελαστός με τους συναδέλφους, το προσωπικό καθαριότητας, τους ασθενείς του. Γυρνάει σελίδα.

Ήταν καλή κοπέλα. Τα είχανε καιρό. Κι επάνω που πίστεψε πως την κατέκτησε, του την έκανε την κουτσουκέλα. Νιάτα! Φουρτουνιασμένη θάλασσα κι ένα οι μπουνάτσες με τις ανεμοδούρες. Κι αυτός αποζητούσε το λιμάνι του. Κουτί της Πανδώρας η ζωή δεν του είχε ακόμη αποκαλυφθεί. Ήταν μονάχα είκοσι έξι χρόνων κι άμαθος στον πόνο του έρωτα.

Ξεκίνησε για το σπίτι. Μια ξαφνική νεροποντή σχεδόν τον συνέφερε. Κάτι σα λύτρωση. Μουσκίδι να περπατά μες στα λασπόνερα και να χαίρεται όπως παιδί.

«Βρέχει ο θεός και θα βραχώ…» του ’ρθε στο στόμα τραγούδι του αγαπημένου τραγουδιστή του πατέρα του. Η βροχή σταμάτησε ξαφνικά όπως άρχισε. Το χώμα μύρισε έντονα στη ζύμωσή του με το βρόχινο νερό. Απολάμβανε αυτή την ανάσα ζωής. Κι εκεί που πήγε να γλυκάνει το μέσα του, μια πίκρα αναδύθηκε απ’τα μύχια του κι ανέτρεψε την προσωρινή του ευτυχία. Ο πατέρας του. Αδικοχαμένος μόλις είχε πατήσει τα πενήντα. Ένα βράδυ καλοκαιριού δε γύρισε σπίτι. Τους ειδοποίησαν για το θανατηφόρο τροχαίο. Αχ, βρε πατέρα, να ζούσες… Η μάνα έπνιξε τον πόνο μέσα της, μα το ’νιωθες πως κάτι έβραζε βασανιστικά στα σωθικά της.  

Ένας κρύος αέρας τον έκανε ν’ αναρριγήσει, ένα σύγκρυο στο μουλιασμένο απ’ τη βροχή κορμί του, στη στερημένη από αγάπη και τρυφερότητα καρδιά του.

Στον ύπνο του, ξανοίχτηκε μπροστά του ένα σμάρι από χελιδόνια κι εκεί που τα’ βλεπε να σπαθίζουν τον αέρα, πνίγηκε απ’ τις κραυγές και το επιθετικό πλατάγισμα μαυριδερών νυχτερίδων. Και πώς το’ χουν συνδέσει το χελιδόνι με τη χαρά και την άνοιξη; Αναρωτήθηκε.

Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι κάθιδρος. Το αλάρμ του κινητού του. Η πραγματικότητα. Διαπέρασε σαν αεροφύσημα το είναι του ξανά ο πόνος  του χωρισμού. Κι η μάνα του μακριά να τον γλυκάνει με τη στοργή και τη λατρεία της.

                                                       ***
   
Πήρε το ημερήσιο πρόγραμμα. Οι ασθενείς του πέντε άντρες και τρεις γυναίκες. Όλοι γνώριμοι εκτός από μια περίπτωση. Την έλεγαν Πετρίδου.   
Βέτα Πετρίδου. Θα τη γνώριζε σήμερα. 15.30 το απομεσήμερο.

«Χαίρετε! Λέγομαι Χάρης Πιερίδης. (Χαμόγελο). Είμαι ο φυσιοθεραπευτής σας. Μαζί θα συνεχίσουμε τις ασκήσεις της θεραπείας σας.»

Είχε μπροστά του μια ηλικιωμένη κυρία γύρω στα εξήντα, μάλλον κοντή και γεματούλα. Φορούσε μια κατακόκκινη ρόμπα που ταίριαζε κουτί με μια γλάστρα κόκκινα τριαντάφυλλα, που μοστράριζαν ψηλά στο ράφι, κοντά στην τηλεόραση. Το δωμάτιο μονόκλινο. Τον ενδιέφερε να υπάρχει ησυχία, για να κάνει σωστά τη δουλειά του. Πολλοί ασθενείς δε συγκεντρώνονται, όταν υπάρχει κινητικότητα και σούρτα-φέρτα.

«Με λένε Βέτα.»

Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το χλωμό της πρόσωπο. Αμέσως μια ζεστασιά και μια πνοή οικειότητας πλημμύρισε το δωμάτιο. Το ημίωρο κύλησε αβίαστα με φιλότιμη προσπάθεια εκ μέρους της και με σύντομα διαλείμματα γέλιου- αντίδραση στις έξυπνες ατάκες και των δύο. Εκείνος εντυπωσιάστηκε. Παράξενη γριούλα! Κι εκείνη έδειξε ικανοποιημένη από τη συνεργασία. Δέσανε!

Απρόβλεπτη που ’ναι η ζωή. Μια απλή γνωριμία μπορεί να σου δώσει φτερά, να σε βγάλει από την καθημερινότητα, να σε κάνει να ξεχάσεις τους καημούς σου…

Στο γυρισμό για το σπίτι ο Χάρης ήταν κάπως. Χαρούμενο δε θα τον έλεγες, μια αχτίδα, όμως, αισιοδοξίας τον είχε φωτίσει επιτέλους. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν την κυρία Βέτα και χαμογελούσε χωρίς να ξέρει το γιατί.

Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν αρκετές θεραπείες. Του ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστη η ασχολία μαζί της. Κάτι θετικό του μετέδιδε κάθε φορά. Στην κάθε συνάντησή τους του αποκαλυπτόταν και μια πλευρά του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς της που τον ξάφνιαζε. Κι όλο χαμογελούσε αυτή κι εκείνος ως εξ επιδράσεως γελούσε αθέλητα, αβίαστα. Γρήγορα που περνούσε η ώρα!

Στο μεταξύ η καλή ψυχολογία και των δύο «συνεργατών» βοηθούσε αφάνταστα και στην ίαση και αποκατάσταση της υγείας της ασθενούς. Κι ο Χάρης όλο και άφηνε πίσω του τις κακές αναμνήσεις από τον πρόσφατο χωρισμό του. Απορούσε και ο ίδιος πόσο γρήγορα όλ’ αυτά που πέρασε του φαίνονταν τόσο μακρινά κι η μορφή της πρώην κοπέλας του άρχισε κιόλας να ξεθωριάζει. Μια γλύκα ήρθε και φώλιασε στην καρδούλα του. Τον γέμιζε με την παρουσία της η νέα του γνωριμία. Τον δυνάμωνε και τον ηρεμούσε ακόμη και κατά την απουσία της.

Ένα πρωί η ακύρωση μιας συνεδρίας τον έφερε στο δωμάτιο 1 του ισογείου πριν από το προγραμματισμένο ραντεβού τους.

«Χαίρετε! Θα μπορούσαμε να κάνουμε τώρα τη θεραπεία αντί στις τέσσερις το απόγευμα;»

«Μα δεν πήρα ακόμη το πρωινό μου. Δεν ήπια ούτε καν το γάλα μου… Γίνεται λίγο αργότερα;» Είχαν πάντα τον τρόπο να τα βρίσκουν μεταξύ τους. Έτσι και τώρα.

Και περνούσε ο καιρός…

Ένα απόγευμα η κυρία Βέτα του είπε πως είναι η τελευταία της μέρα στο κέντρο αποκατάστασης. Κεραυνός εν αιθρία! Ο Χάρης στενοχωρήθηκε, μα δε θέλησε να το δείξει. Άλλωστε αυτό θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Αντάλλαξαν τηλέφωνα. Θα βρίσκονταν και στο σπίτι της, του είπε, για κατ’ οίκον θεραπεία. Συνήλθε. Ηρέμησε. Η αχτίδα αισιοδοξίας του ξανάριξε το φως της. Η Βέτα χαμογελαστή του ’σφιξε το χέρι και τον ευχαρίστησε για την ως τότε συνεργασία τους.

Συναντήθηκαν στο σπίτι της πολλές φορές. Η οικειότητα είχε παραμερίσει πλήρως την κάποια τυπικότητα του Κέντρου. Γελούσαν πιο συχνά, αγγίζονταν, απολάμβαναν τη συνύπαρξή τους.

Ο νέος, όμως, χωρισμός δεν άργησε. Η Βέτα θα έφευγε για τη μόνιμη κατοικία της στη Νέα Πέραμο Καβάλας. Αλληλοϋποσχέσεις πως θα ξαναβρεθούν. Μα η ζωή με την καθημερινότητά της συχνά σε παίρνει από κάτω, σε ξεστρατίζει από δρόμους που χαράζεις εσύ ο ίδιος.

Μετά από κάποιους μήνες. Της τηλεφωνεί. Βγαίνει στο τηλέφωνο ο γιος της. «Η μητέρα μου πέθανε πριν τρεις μέρες. Η καρδιά της…». Κόκκαλο ο Χάρης. Άφωνος. Το τηλέφωνο πέφτει από τα χέρια του. Ο ίδιος σωριάζεται στο κρεβάτι. Μ’ ορθάνοιχτα μάτια κοιτάζει χαμένος το ταβάνι. Και σαν σε όνειρο τη βλέπει με την κόκκινη ρόμπα της ολοζώντανη μα κάπως απόμακρη, μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο να του γνέφει, να του δείχνει πέρα μακριά μια λεβεντοκοπελιά μ’ ένα τριαντάφυλλο κατακόκκινο ν’ ακροβαδίζει – νεράιδα ίδια – στην υγρή άμμο και ολοένα να τον πλησιάζει…

Ο ήλιος, άπαιχτο φόντο, ανατέλλει στον ορίζοντα και βάφει προκλητικά τον ουρανό με μύρια χρώματα. Η θάλασσα λικνίζεται ερωτική κι αχόρταγη. Λαμπυρίζει. Ντύνεται τα γιορτινά της για το πανηγύρι της ζωής, την αιώνια χαρά του Έρωτα.

«Καλή συνέχεια στη ζωή σου, Χάρη μου!»

«Καλή συνέχεια εκεί που πας, Βέτα…»  

Say your opinion

Log in to post comments