Η Συμμαχία

Μάλλον κοντή, ζουμπουρλού, πολύ μαλλί σγουρό και καστανόξανθο, ασπρουλιάρικο δέρμα και βυζί « πλούσια τα ελέη σου, Κύριε»! Όχι τι ήταν, μα τι νόμιζε πως ήταν.

Φτωχιά οικογένεια στο χωριό. Τρία- τέσσερα στρέμματα καλαμπόκι κι ας είν’ καλά το μπαξεδάκι, που κατά την εποχή, τους έδινε τα άκρως αναγκαία λαχανικά και ζαρζαβάτια. Έμαθε στα λιγοστά· ονειρευόταν τα πολλά, την πλούσια και χλιδάτη ζωή. Αυτή μια Τριανταφυλλιά δεν άνθιζε για να μαραθεί στο φτωχοχώρι της!

Περαστικός απ’ το χωριό τους. Νέος, ψηλός άντρας, ωραίο μαύρο μαλλί, σχιστό μάτι. Περίεργη ομορφιά! Ζητούσε κοπέλες για τη βιοτεχνία του. Καλές, καθαρές, να ξέρουν από μηχανή, «τίμιες».

Εκείνα τα χρόνια, ίσως και παλιότερα, δεκαετίες πενήντα, εξήντα, τα κορίτσια και κυρίως στα χωριά, με το που τέλειωναν το Δημοτικό, έπαιρναν την ανάλογη «παιδεία». Βελόνι και μηχανή. Η  Singer έκανε χρυσές δουλειές. Κάθε νοικοκυρεμένο σπίτι όφειλε να’ χει και τη ραπτομηχανή του. Πουλούσαν και χωράφια ακόμη, για να την αποκτήσουν.

Το σκέφτηκε· δε βασανίστηκε κιόλας! Την πήρε την απόφαση: «θα πάω!» Η μάνα είχε τις αντιρρήσεις της «πού θα πας, άγνωστοι άνθρωποι, πώς δίνεις βάση στα λεγόμενα;» Τη μάνα, την κουλάντριζε. Ο πατέρας ήταν το πρόβλημα. Με το που τ’ άκουσε, έγινε θηρίο. Φωτιές πετούσαν τα μάτια του κι αχνούς τ’ αυτιά του! Μόνο χέρι που δε σήκωσε πάνω της «κορίτσι πράμα, άβγαλτο, μέσα στους άντρες…»

Τ’ αδέλφια της μικρότερα, δυο αγόρια κι η στερνή, η Ρηνιώ, παρακολουθούσαν θεατές ανίδεοι κι αμύητοι τα δρώμενα. Άκουγαν φωνές κι έβλεπαν κινήσεις, χέρια πάνω κάτω, πόδια να χτυπούν στο πάτωμα.

Ήταν κι η «Συμμαχία»! Τρεις φίλες της θα πήγαιναν κι αυτές.

«Έλα, καλέ, θα τους καταφέρουμε τους γονιούς. Τα λεφτά είναι καλά. Και τα ένσημα… Πού το βάζεις; Θα ’χουμε και τα κομμάτια ύφασμα τζάμπα για το σπίτι. Εξασφαλισμένη η προίκα μας!»

Χτύπησε το πόδι δυναμικά στο πάτωμα. «Θα πάω!» είπε κι ως να το αποφωνήσει, της άστραψε το χαστούκι ο πατέρας. «Να! για να μάθεις να κάνεις του κεφαλιού σου!»

Δεν πτοήθηκε· δάκρυ δεν έβγαλε. Την απόφασή της την πήρε. Τα γράμματα δεν τα ήθελε, μα με τη μηχανή το ’δινε και καταλάβαινε. Τόση γνώση να μείνει ανεκμετάλλευτη! Άσε που μπορεί να ’βρισκε και γαμπρό…Τόσοι άντρες στη δουλειά· κάπου θα κολλούσε το βελόνι…
                                             
Δευτέρα θα ξαναπερνούσε ο μορφονιός. Ν’ ακούσει τις αποφάσεις τους. Λεωφορείο θα τις μάζευε απ’ τα χωριά και θα τις πήγαινε στη δουλειά. Και το απόγευμα πάλι το ίδιο μέσο και στα σπίτια τους· κανένας κόπος!

Η Συμμαχία είπε το «ναι». Αύριο κιόλας!

Την άλλη το πρωί, καθαρή και «φρεσκολουσμένη» από το Σάββατο βράδυ η Τριανταφυλλιά, «σαν έτοιμη από καιρό» κατά τον ποιητή, με το που άκουσε την κόρνα του λεωφορείου, πετάχτηκε όξω στην αυλή, άνοιξε τα φτερά της στον έξω κόσμο.

Πού πας, βρε κορίτσι μου, με ποια αγκάθια θα πολεμήσεις τ’ αγριοάγκαθα του κόσμου;

Πρώτες μέρες καλά. Δούλευαν τα κορίτσια δοκιμαστικά, χαλαρά. Περνούσε το αφεντικό, τις χτυπούσε απαλά στην ωμοπλάτη. Στην ώρα τους έφευγαν για τα σπίτια τους. Κουρασμένες, αλλά με την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο.

Τη δεύτερη βδομάδα, άρχισαν τα καψόνια· δυο ώρες αργότερα και χωρίς υπερωρίες και ποια θα βγάλει τα περισσότερα κομμάτια. Τα χρειάστηκαν τα νιόβγαλτα. Αυτά δε μας τα είπες, κύριε Γρηγόρη! Οι γονείς στα σπίτια περίμεναν κι ανησύχησαν. Άρχισε πάλι η μουρμούρα και η κρεβατομουρμούρα στις φτωχικές κρεβατοκάμαρες.

Το βράδυ συγκέντρωση της Συμμαχίας στο παρκάκι. Παράπονα, μυξοκλάματα, κοριτσίστικες ανασφάλειες. Τι θα κάνουμε; Θα δούμε…

Την τρίτη εβδομάδα αγρίεψαν τα πράγματα. Όσες δεν αντέχουν να το πουν απ’ την αρχή. Περνούσαν το δεκάωρο και σώμα και ψυχή πλήρης εξάντληση, απογοήτευση. Οι δύο σταμάτησαν. Έμειναν η Ειρήνη κι αυτή.

Στο μεταξύ, ο μορφονιός άρχισε να την ενθαρρύνει με το χέρι του να μένει λίγο περισσότερο στην πλάτη της. Η Ειρήνη, στη διπλανή μηχανή, έριχνε λοξές ματιές, κάτι ψυλλιάστηκε. Άκουγε κι απ’ τη μεγαλύτερη αδελφή της κάτι ιστορίες σχετικές, πονηρεύτηκε. «Ο Γρηγόρης σε θέλει!» Η Τριανταφυλλιά δεν κατάλαβε τίποτε. Δεν ήθελε να καταλάβει; Έμπαινε κι η Άνοιξη κι οι ορμόνες χοροπηδούσαν μέσα τους… Ε! και μ’ αυτό; Τι θ’ αφήσουμε τη δουλειά;

Την Παρασκευή, στο διάλειμμα, την φώναξαν στο γραφείο, να της κάνουν παρατηρήσεις για τη δουλειά… Ο Γρηγόρης ήταν μόνος. Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω της, βρέθηκε κολλημένη στον τοίχο, δυο χείλη ρούφηξαν βίαια τα δικά της και μια χερούκλα χώθηκε κάτω από τη φούστα της στα σκέλια της. Ταράχτηκε. Τρόμαξε, μα και της άρεσε. Μπορεί να την αγαπούσε ο Γρηγόρης…

Η Ειρήνη ανησύχησε. Πέρασε η ώρα του διαλείμματος κι η Τριανταφυλλιά ακόμη να φανεί. Τόση ώρα οι παρατηρήσεις… Δειλά χτύπησε την πόρτα του γραφείου. Τη βρήκε μόνη της, πεσμένη στο πάτωμα, λυγισμένα τα γόνατα, σα πληγωμένο ζώο, να κλαίει με λυγμούς. Ο Γρηγόρης άφαντος. Έτρεξε κοντά της. Τη χάιδεψε, της ίσιαξε τ’ ανακατεμένα της μαλλιά, της σκούπιζε τα μάτια, μα καινούρια δάκρυα ξεπηδούσαν ασταμάτητα.

« Έλα, μην κλαις. Θα μας καταλάβουν. Πάμε μέσα στο ‘μέρος’ να πλυθείς.»

Καθώς μπαίνανε αυτές, έβγαινε ο λεγάμενος. Σα να μην τις είδε. Μάζεψαν τ’ ασυμμάζευτα και γύρισαν στις μηχανές τους.

Ως τέλειωσε το μεροκάματο, άρχισε και το μεγάλο μαρτύριό της. Πώς θα πάω σπίτι; Τι θα πω στη μάνα μου; Πώς θα κρυφτώ απ’ του πατέρα μου τα ερευνητικά μάτια; Κάθε βράδυ που γυρνούσα, με κοίταζε από πάνω ως κάτω, να δει μήπως μου λείπει κάτι…

Κοίταξε γρήγορα να πλυθεί και να ξαπλώσει, για ν’ αποφύγει τα μάτια. Μόνο μάτια έβλεπε γύρω της. Και που έκλεισε τα μάτια, μύρια μάτια την κοίταζαν επίμονα. Γάνιασε να κοιμηθεί κατά τα ξημερώματα.

Το πρωί η κόρνα του αυτοκινήτου καλούσε τα κορίτσια στη δουλειά. Ούτε που κουνήθηκε απ’ το κρεβάτι. Τι θέση είχε αυτή ανάμεσα στα « κορίτσια»;

«Μας έδιωξαν… ήμασταν πολλές…», είπε στη μάνα της, που τραβούσε τα σκεπάσματα πιστεύοντας πως η κόρη της κοιμόταν ακόμα. «Είμαι κι άρρωστη… Δε θέλω τίποτα, δε θέλω κανένα. Μόνο να κοιμηθώ…».

Η μάνα βγήκε από το δωμάτιο. Στον άντρα της με νοήματα έδωσε το μήνυμα. Η Τριανταφυλλιά… τη διώξαν απ’ τη δουλειά… Ο πατέρας πάνω που συνήθισε την απουσία της κόρης, όφειλε να ξεσυνηθίσει! Παιδιά… παιδεμός, σκέφτηκε. Πού να ’ξερε τα χειρότερα…

Ούτε κι η Ειρήνη ξαναπήγε στη δουλειά. Φοβήθηκε.

«Μας έδιωξαν», είπε κι αυτή.

«Καλά, έτσι, απλήρωτες;», τόλμησε να ρωτήσει η μάνα της. Απόκριση δεν πήρε. Το κορίτσι της να είναι καλά! Κάπως θα βολευτούν αυτοί. Δεν την πήραν και τα χρόνια. Μικρή ήταν για δουλειά έξω από το σπίτι.

Μετά από μήνες, άρχισαν τα σχόλια. «Χόντρυνες, Τριανταφυλλιά!», οι γειτόνισσες. Μπροστά της, γιατί από πίσω της άλλα έλεγαν.

Η Ειρήνη κράτησε το στόμα της σφαλιστό. Το μυστικό έμεινε μεταξύ τους. Οι άλλες δύο μπήκαν στις υποψίες. Ήταν και μεγαλύτερες κι όλο κάτι έπαιρνε το αυτί τους από τις συζητήσεις των μεγάλων. Κάποιες αδιαθεσίες της φιλενάδας τους, το στομάχι της συχνά πονούσε, σταμάτησε να χαχανίζει, όταν μιλούσαν για αγόρια. Κάτι είχε μπει ανάμεσά τους. Ωστόσο, ακόμα κρατούσαν. Ήταν μαζί και οι τέσσερις.

Ένα πρωί, έλειπε ο πατέρας, τα μικρά στο σχολείο, η Τριανταφυλλιά πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τα ξέρασε όλα στη μάνα της. Εκείνη την αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να θρηνολογεί. Μάνα…

Κι αφού μάνα και κόρη έκλαψαν αγκαλιασμένες για πολλή ώρα, στρώθηκαν κάτω να σχεδιάσουν τις κινήσεις τους. Αποφάσισαν να πουν πως η Τριανταφυλλιά θα σπουδάσει και θα έφευγε για την πόλη. Καιρός δεν υπήρχε για καθυστερήσεις. Με τη μικρή βαλίτσα της, τ’ απαραίτητα, και το μυστικό καλά φυλαγμένο στην κοιλιά της που φούσκωνε από μέρα σε μέρα, πήρε το πρώτο λεωφορείο για την πόλη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Χάθηκε η ίδια μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Η συμμαχία είχε «σπάσει». Σφίξιμο στην καρδιά, φόβος κι αγωνία για το αβέβαιο μέλλον.

Τo άλλο πρωί, ξύπνησε τα χαράματα κι από το παράθυρο του φτωχικού ξενοδοχείου της αντίκρισε τον ήλιο που αχνοπερπατούσε τους δρόμους τ’ ουρανού κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε… Και ζέσταινε και την καρδιά της βασανισμένης κόρης και το πλασματάκι που κουβαλούσε μέσα της. Χαμογέλασε.

Say your opinion

Log in to post comments