Κώστας Ζαφειρίου's picture
Published 06/30/2014

Ελπινίκη

Αχ αυτή η Ελπινίκη, ήταν το πιο αλαφροΐσκιωτο παιδί του χωριού! Όλα τα παιδιά έξω να παίζουν, η Ελπινίκη εκεί, κολλιτσίδα στον παππού, να ακούει ιστορίες. Κι αυτός ο τρελόγερος... και τι δεν της έλεγε! Το αγαπούσε το εγγόνι αυτό, γιατί ήταν καλοδεχτικό και έκανε ησυχία τα μεσημέρια όταν όλοι κοιμόντουσαν.

Βέβαια... έκανε ησυχία, γιατί συνήθως καθόταν με ένα βιβλίο στη μύτη και το διάβαζε αχόρταγα. Παραμύθια των αδερφών Γκριμ, του Άντερσεν! Γάτοι με γαλότσες, Κακοί λύκοι, γίγαντες, νάνοι, δράκοι, γοργόνες κι απ' αυτά. Το μυαλό της γέμιζε απίθανες εικόνες και πετάριζε μακριά.
Όταν ο ήλιος έπεφτε και ο καιρός δρόσιζε, η Ελπινίκη έπαιρνε τη γάτα της, την Γαϊτανούλα, την έδενε με ένα ασημένιο κορδονάκι που είχε κονομήσει από ένα κουτί με λουκούμια πολυτελείας, δώρο παλιό, και έβγαιναν παρέα για βόλτα στο χωριό.

Οι καλύτερες φίλες, η Ελπινίκη και η Γαϊτανούλα!
Πρώτα πήγαιναν στην πλατεία με το συντριβάνι και τους τέσσερις ηλίανθους, μετά περνούσαν απ' το μπακάλικο του Μίμη κι έπαιρνε μια σαρδελίτσα για τη Γαϊτανούλα. Έπειτα χτυπούσε την πόρτα της θείας Αγοραστούλας: «Τι κάνετε θεία καλά;»
«Καλά μωρό μου, δόξα τω Θεώ, καλά! Άχου να χαρώ ένα όμορφο γατάκι!» Της έβαζε να πιει νερό σε ένα πήλινο κιούπι και έδινε στην Ελπινίκη μια καραμέλα τσάρλεστον. Και μετά οι δυο τους πάλι στο σπίτι, στο τραπέζι που καθόταν ο παππούς και σιγόπινε από ένα κοντό ποτηράκι, κρασί. Χωρίς να μιλά, τον κοιτούσε και περίμενε. Περίμενε, ώσπου κάποια στιγμή ο παππούς άφηνε κάτω το κομπολόι και μιλούσε.

«Μια φορά στα δεν ξέρω κι εγώ πόσα χρόνια, όταν η Καθαρά Δευτέρα πέφτει 29 Φλεβάρη, ό,τι δέσεις πάνω στον χαρταετό σου και πεθαμένο να 'ναι ανασταίνεται!»
«Αλήθεια;» ρωτούσε με ορθάνοιχτες ματάρες και ένα στόμα να, σαν τεράστιο Ο.
«Αλήθεια...» έλεγε ο παππούς και ξαναγύριζε στο κρασί του.

Ο χρόνος περνούσε και ποτέ στη ζωή της Ελπινίκης δεν έτυχε να είναι 29 Φλεβάρη και Καθαρή Δευτέρα. Και να την τώρα, χρόνια και καιρούς μετά, στο ίδιο σπίτι, στην ίδια καρέκλα που κάποτε καθόταν ο παππούς.
Η Ελπινίκη, είχε γίνει μία ασημοστόλιστη και καλοκάγαθη γιαγιάκα πια. Σημείο ακλόνητο μες στο σπίτι, με ένα πλεχτό στα χέρια που φαινόταν σαν να μην τελειώνει ποτέ. Και τριγύρω, τα δικά της εγγόνια, κάποια έξω να παίζουν με ένα τηλεκατευθυνόμενο τζιπάκι, ένα άλλο βιδωμένο στην τηλεόραση πάνω απ' το xbox, ο μεγάλος ο Αντρέας έξω να φτιάχνει το χαρταετό, οι μαμάδες και οι μπαμπάδες να ετοιμάζουν τα εδέσματα της ημέρας. Καθαρή Δευτέρα! Δίπλα στη γιαγιά Ελπινίκη τσουπ εμφανίστηκε ένα γλυκό κοριτσάκι, ίσα με έξι χρονών, με μαλλιά ξανθά και ένα μόνιμο χαμόγελο στα χειλάκια. Η Ελπινίκη η νεότερη!

«Γιαγιά, γιατί ο Φλεβάρης έχει λιγότερες μέρες απ' τους άλλους μήνες;»
«Γιατί ο μπαμπάς τους ο Χρόνος όταν τους έπλασε όλους, άφησε το Φλεβάρη τελευταίο και δεν του έφτασαν τα κόκαλα. Του λείπει ένα μικρό κοκαλάκι και γι αυτό κουτσαίνει και τον λένε Κουτσοφλέβαρο.»
«Ααα...» έκανε η Ελπινίκη η νεότερη και έφυγε τρέχοντας έξω. Είπε στη μαμά της ότι θα βοηθούσε τον Αντρέα με τον χαρταετό. Είπε στον μπαμπά της ότι θα έπαιζε στην πίσω αυλίτσα. Αλλά είπε ψέματα, όπως πολύ συχνά λένε τα μικρά παιδιά. Αντ' αυτών, πήγε κρυφά στην αποθήκη, ανέβηκε με
προσοχή πάνω σε μία καρέκλα και από ένα ράφι παλιό και σκονισμένο κατέβασε ένα μεταλλικό κουτάκι που απ' έξω είχε μία γκρι γάτα που κυνηγούσε ένα κόκκινο κουβάρι κλωστής. Μέσα είχε ένα κομμάτι ασημοκλωστή και ένα μικρούλι, τοσοδά κοκαλάκι, κάτασπρο. «Ορίστε το κοκκαλάκι που σου λείπει κύριε Φλεβάρη. Θα το δέσουμε στον χαρταετό και συ πάρ'το και βάλ'το στη θέση του. Ξέρεις εσύ πως και τι...»

Έτσι κι έγινε λοιπόν, η οικογένεια βγήκε στην εξοχή, με όλα τα συμπράγκαλα, αετούς, φαγητά, ποτά και η μέρα πέρασε πολύ ευχάριστα, με γέλια, τραγούδια και χαρές.

Η γιαγιά Ελπινίκη έμεινε στο σπίτι για να ξαπλώσει λίγο το μεσημέρι. Ξύπνησε μονάχα όταν άκουσε ένα ξύσιμο κι ένα σούρσιμο στην πόρτα. Ποιος να ναι μες το καταμεσήμερο; σκέφτηκε, πήρε το μπαστούνι της και άνοιξε την πόρτα. Στα πόδια της ήρθε αμέσως και τρίφτηκε μια όμορφη γατούλα. Ήταν πράγματι 29 Φλεβάρη. Είχαν περάσει πάνω από εξήντα χρόνια, από τότε που είδε για τελευταία φορά τη γάτα της τη Γαϊτανούλα...

Say your opinion

Log in to post comments