Σίμος Οικονομίδης's picture
Published 01/23/2016

Το φέρετρο

 

Ο Ηλίας, ξυλουργός στο επάγγελμα, είχε πάψει προ πολλού να φτιάχνει οικιακά έπιπλα. Από τη μία τα φτηνά έπιπλα των πολυεθνικών, από την άλλη η κρίση, η δουλειά πήγε στον πάτο. Επιβίωνε χάρη στο καλό όνομα που είχε κάνει στον εκκλησιαστικό χώρο. Έφτιαχνε στασίδια, θρόνους, κουπαστές, γείσα, οστεοφυλάκια, επιταφίους, εικονοστάσια, αναλόγια και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι ναοί και τα μοναστήρια. Τεχνίτης στο σκάλισμα, έδινε στα έργα του αρχοντιά.

Την ημέρα που έκλεισε τα πενήντα του χρόνια άρχισε να φτιάχνει ένα φέρετρο. Απορροφήθηκε σ’ αυτό το έργο και παράτησε όλα τ’ άλλα που είχε αρχινισμένα. Σύντομα παράτησε και γυναίκα, παιδιά, καφενείο. Κλεισμένος στο εργαστήρι του, δούλευε μέρα και νύχτα, καθημερινή και αργία. Το τηλέφωνο δεν το απαντούσε, το κεφάλι του δεν το σήκωνε, να μιλήσει σ’ άνθρωπο. Έτριβε και σκάλιζε. Σκάλιζε και έτριβε. Μόνο, κάθε τόσο, καταϊδρωμένος, έκαμε μια παύση κι έστριβε τσιγάρο.

Η οικογένεια και οι φίλοι αρχικά προβληματίστηκαν με την απουσία του και την τόση εμμονή σε αυτό το φέρετρο. Του γύρεψαν εξηγήσεις. Κουβέντα δεν πήραν. Μιλιά. Στο τέλος τον άφησαν ήσυχο. Υπέθεσαν ότι επρόκειτο για μια παραγγελία απαιτητική, που δεν μπορούσε να περιμένει. Ίσως κάποιος πλούσιος, που οι γιατροί τού είχαν δώσει τελεσίγραφο. Έτσι κι αλλιώς, πάντα λιγομίλητος ήταν ο Ηλίας. Με την κρίση έγινε πιο δύστροπος. Έκλεισε και τα πενήντα, ε, λογικό να υποθέσεις ότι στράβωσε. Θα του περνούσε. Δουλειά να υπάρχει.

Είχαν περάσει κοντά τρεις μήνες από τότε που ο Ηλίας ξεκίνησε το φέρετρο. Το είχε κάνει ολοσκάλιστο, σωστό αραβούργημα. Τις τελευταίες μέρες το έβαφε. Δούλευε πια με αργό ρυθμό, είχε μείνει μισός από την αφαγία και την εξάντληση. Έσερνε τα πόδια του και σκούπιζε κάθε τόσο τον ιδρώτα από το μέτωπό του, να μην πέσει στο βαμμένο ξύλο και το λεκιάσει. Τον ικέτευε η γυναίκα του, «φάε κάτι, Χριστιανέ μου, πιες κάτι, έλα να πάμε σε έναν γιατρό, έχεις ρέψει». Αγύριστο κεφάλι εκείνος. «Πρέπει να προλάβω», έλεγε και ξανάλεγε, «δεν έχω χρόνο».

Μια Κυριακή πρωί σηκώθηκε απ’ το χάραμα, έξι η ώρα, και αντί να πάει στην εκκλησία, πήγε στο εργαστήρι του. «Σήμερα είναι η μέρα», ανακοίνωσε στην αγουροξυπνημένη γυναίκα του κι έφυγε χωρίς να πιει καφέ. Σαν χτύπησαν οι καμπάνες, άφησε το πινέλο κι έκανε μ’ ευλάβεια τον σταυρό του. Κατά τις δέκα, πάνω που σχόλναγε η λειτουργία, έβαλε την τελευταία πινελιά. Σκούπισε τις μπογιές απ’ τα χέρια του και χάιδεψε το ξυλόγλυπτο. «Ίσα που πρόλαβα», ψέλλισε και σωριάστηκε μέσα στο φέρετρο. Δεν ξανασηκώθηκε.

Στο τεφτέρι με τις παραγγελίες βρήκαν σημειώσεις και σχέδια για τα αντικείμενα που είχε αφήσει ημιτελή και για άλλα, που δεν είχε αρχίσει καν. Παραγγελία για φέρετρο δεν υπήρχε.

Say your opinion

Log in to post comments