Σίμος Οικονομίδης's picture
Published 04/20/2014

Κριτική επιστολή προς Γκάμπο

Με αφορμή τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες επανακυκλοφόρησαν στο fb, σε blogs και σε ιστοσελίδες κείμενα και ρήσεις του «Γκάμπο», όπως τον έλεγαν οι φίλοι του. Ένα από αυτά τα κείμενα, η λεγόμενη «αποχαιρετιστήρια επιστολή», πρέπει να έχει σπάσει ρεκόρ αναρτήσεων. Την βρήκα ως και στην «Ημερησία», βλέπε εδώ. Ωστόσο, ορισμένοι κακεντρεχείς αποκαλύπτουν, δήθεν, ότι συγγραφέας αυτής της επιστολής, που δημοσιεύτηκε το 2000, δεν είναι ο Γκάμπο, αλλά κάποιος Μεξικάνος εγγαστρίμυθος. (Έξυπνη ιδέα ο εγγαστρίμυθος, αφού η επιστολή έχει τίτλο «Η μαριονέτα».) Λεπτομέρειες της διάψευσης μπορείτε να δείτε εδώ και εδώ. Καθένας έχει το δικαίωμα να πιστέψει όποια εκδοχή θέλει (Γκάμπο ή εγγαστρίμυθος). Εγώ, όμως, ξέρω. Γιατί ξέρω τον Γκάμπο. Εννοώ, τον έχω γνωρίσει προσωπικά. Και όταν, το 2000, διάβασα σε κάποια ιστοσελίδα την «αποχαιρετιστήρια επιστολή», τηλεφώνησα αμέσως στον Γκάμπο, για να μάθω αν όντως την είχε συντάξει εκείνος. Την άλλη μέρα κάθισα και του έγραψα ένα γράμμα. Το έστειλα δυο μέρες αργότερα. Δεν έλαβα ποτέ απάντηση και από τότε ο Γκάμπο κι εγώ δεν έχουμε επικοινωνήσει – ούτε, βέβαια, συναντηθεί. Όμως, λίγα χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι εκτίμησε τις απόψεις που του είχα εκθέσει σε κείνο το γράμμα. Θα το καταλάβετε κι εσείς, όταν φτάσετε στο υστερόγραφο. Παραθέτω εδώ αυτούσιο το γράμμα μου στον φίλο μου Γκάμπο.

Αγαπητέ Γκαμπριέλ, όταν χτες, στο τηλέφωνο, παραδέχτηκες ότι η «αποχαιρετιστήρια επιστολή» που κυκλοφορεί με την υπογραφή σου είναι δικό σου έργο, έπεσα από τα σύννεφα. Ένιωσα την ανάγκη, ως ταπεινός ομότεχνος, αλλά κυρίως ως φίλος, να σου γράψω την άποψή μου γι’ αυτό το κείμενό σου, που πολύ με προβλημάτισε. Ακολούθως, σπάω το κείμενό σου σε αποσπάσματα και γράφω κάτω από το καθένα το σχόλιό μου. Σε παρακαλώ να διαβάσεις τα σχόλιά μου με υπομονή, έστω και αν διαφωνείς με αυτά.

«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.»

Γκαμπριέλ, επίτρεψέ μου να παρατηρήσω ότι αυτή η διατύπωση, και εφόσον ξεκινάς με υποθετική πρόταση, άρα η πραγματικότητα είναι λογικά το αντίθετο της υπόθεσης, που σημαίνει ότι ο Θεός προς το παρόν δεν έχει ξεχάσει ότι είσαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια (!), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχεις σκεφτεί όλα αυτά που λες εδώ. Το σκέφτηκες καλά και το ’γραψες αυτό; Μάλλον όχι, το παραδέχεσαι, άλλωστε. Δεν αρχίσαμε καλά, μου φαίνεται. Θα ’θελα να ’ξερα, η τελευταία πρόταση του παραπάνω αποσπάσματος είναι τυχαίως ή σκοπίμως αυτοαναφορική; Στην ουσία, αυτό που λες είναι ότι δεν σκέφτηκες αυτά που έγραψες εδώ. Άρα δεν σκέφτηκες την πρόταση ότι δεν σκέφτηκες τι έγραψες. Υπονοείται, δηλαδή, ότι κάλλιστα μπορεί να είναι μπαρούφες όλα αυτά, ότι δεν ισχύουν. Αλλά αν δεν ισχύει η πρόταση ότι δεν σκέφτηκες, τότε σκέφτηκες. Δηλαδή η ίδια η πρόταση αυτοαναιρείται. Είναι μια περίπτωση παραδόξου αυτοαναφορικότητας (όμοια με το «παράδοξο του ψεύτη» κ.λπ. – τα ξέρεις αυτά). Ελπίζω να μη σε ζάλισα. Εσύ, πάντως, με ζάλισες.

«Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!»

Με όλο τον σεβασμό, Γκαμπριέλ – και ξέρεις πόσο σε σέβομαι – αυτή η παράγραφος είναι μια παρέλαση από κλισέ. Πατρινή παρέλαση, με πιερότους, κολομπίνες, ξώβυζα και άρματα. Κι αυτό με το παγωτό, τι το ήθελες; Γκάμπο, wtf, σύνελθε, πεθαίνεις, παγωτά ονειρεύεσαι; Και αν το παγωτό είναι κρέμα, σε χαλάει; Και, τέλος πάντων, γιατί δεν πετάγεσαι στην algida της γειτονιάς σου, να τσιμπήσεις ένα παγωτό σοκολάτα; Τι φοβάσαι; Μην παχύνεις; Τη γραμμή σου σκέφτεσαι, ώρες που είναι;  Έλεος, αδελφέ…

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.

Πες το απλά: θες να μαυρίσει το ποπουδάκι σου. Δεν είν’ κακό.

Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...

Γκάμπο, τρελό αγόρι, τι λες, τι λες, ΤΙ ΛΕΣ;;; Πίνεις απ’ το κολομβιανό; Αποφάσισες να εκτελέσεις την υστεροφημία σου; Δεν πιστεύω τα μάτια μου, ρε φίλε… Διαβάζω τις λέξεις σου και κρατάω το κεφάλι μου να μη σκορπίσει. Πίνω ρακές εδώ, θα με ζουρλάνεις. Δηλαδή ο Μάρκες που ξέρω, που πέρασε φτώχιες, γνώρισε την αδικία, ανδρώθηκε στη Λατινική Αμερική των εμφύλιων πολέμων και των επαναστάσεων και είναι προσωπικός φίλος του Φιντέλ, αυτός ο Μάρκες θα… Θεέ μου, δώσε μου δύναμη… θα πότιζε με τα δάκρια του τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσει τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους;; Τι παπαριές είναι αυτά, μαν; Χρειάζομαι τσιγάρο τώρα.

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Κοίτα, Γκάμπο, θ’ αρχίσω να σε ειρωνεύομαι, δεν την παλεύω άλλο. Αγαπάς και ξαναγαπάς και οι αγαπητοί σου και ερωτευμένος και έρωτας κι όλα αυτά σε τρεις αράδες; Αυτό είναι κατάχρηση, δεν το βλέπεις; Και με λέξεις τόσο βαρυσήμαντες, όπως η αγάπη και ο έρωτας – πλάκα με κάνεις; Α, δες, έχω μια καλύτερη πρόταση: Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα που φωλεύει στα ερωτευμένα μάτια της αγάπης μου. Καλό, ε; Ε;

Διάβασα και ξαναδιάβασα την υπόλοιπη επιστολή σου, ένα ρωμαϊκό όργιο από κλισέ, εξυπνάδες και μελοδραματισμούς. Μοιάζει να έχεις ξεπατικώσει ό,τι βρήκες και δεν βρήκες σε φτηνά αμερικάνικα βιβλία αυτοβοήθειας, σε παλιά Άρλεκιν και σε κείνα τα έπη που γράφουν Ελληνίδες θείτσες και τα εκδίδουν αβέρτα ο Ψυχογιός και ο Λιβάνης. Με πέθανες, ρε Γκάμπο, τα ’φτυσα φίλε, δεν περιγράφω άλλο. Ελπίζω να μαγειρεύεις καλύτερα απ’ ότι γράφεις και να φας κάνα παγωτό σοκολάτα, να έρθεις στα ίσα σου. Με πονάει, ρε, να σε βλέπω να γράφεις έτσι, μου ’ρχεται να γεμίσω έναν κουβά με τα δάκρυά μου και να τα σκορπίσω στον άνεμο, για να δροσιστούν οι άνυδρες ψυχές των βασανισμένων ανθρώπων. Μετά, αν το εγκρίνει ο Θεός, πόσο θα ’θελα ν’ απολαύσω μια τάρτα καρπούζι!

Εύχομαι να σε συνεφέρει αυτό το γράμμα μου. Ανυπομονώ να ξαναβρεθούμε και να μεθύσουμε όπως μεθύσαμε εκείνον τον κολασμένο Αύγουστο στην Αρακατάκα, παρέα με εμπόρους κοκαΐνης και χοντρές πουτάνες. Περιμένω νέα σου.

Με αγάπη πάντα,

Σίμος

 

ΥΓ: Διάβασα το χειρόγραφο που μου έστειλες. Δεν είναι ό,τι καλύτερο έχεις γράψει, αλλά είναι ένα γνήσιο έργο του Μάρκες. Μόνο ο τίτλος με χαλάει, είναι λίγο μελό, σαν την αποχαιρετιστήρια επιστολή σου (μα τι έχεις πάθει;). Σκέφτηκα αρκετά πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και έχω να σου προτείνω εναλλακτικό τίτλο: «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου». Πώς σου φαίνεται; Αν σου αρέσει, χρησιμοποίησέ τον, και ας μην μάθει ποτέ ο κόσμος ότι είναι δική μου ιδέα. Χαλάλι σου.

 

Say your opinion

Log in to post comments

Readers' conversation

Mortalis Ex Maccina's picture
Mortalis Ex Maccina

Μαγικός ρεαλισμός από τον Σίμο Οικονομίδη. Να που τα γραπτά του δασκάλου πιάνουν τόπο...