47.144 π.Χ.
Το μακρινό αυτό έτος μία ομάδα από πρώιμους homo sapiens κυκλοφορεί στις σαβάνες και κυνηγάει τους προγόνους της μοντέρνας αντιλόπης για να νταλακιάσει. Ένας κρομανιόν όμως, πέφτει στην προσπάθεια και σκοτώνεται από άτεχνο χειρισμό ενός συντρόφου του.
- Φτου, γαμώτο, ρε μαλάκα Γκουαγκούα!... διαμαρτύρεται η ομάδα. «Σκότωσες τον Γκκκρρρ, που πέταγε το ακόντιο στο διάολο και είχε σκοτώσει ένα κάρο αντιλόπες.» Η ομάδα αφήνει τον Γκρρρρ χαμέ και επιστρέφει στη σπηλιά της.
Πίσω στη σπηλιά τώρα, υπάρχει ένας ψιλογέρος να πούμε εκεί παρακατιανός, κάπως χωλός, με ένα μάτι (τσακίρικο όμως) ο οποίος κάθεται όλη μέρα που οι άλλοι είναι στο κυνήγι και ζωγραφίζει τις σπηλιές με ένα πέτρινο καντήλι που το χει μονίμως πάνω του σαν φωτεινή ψείρα. Κάθε μέρα, από βαρεμάρα, ψάχνει στα περίχωρα, βολβούς, μανιτάρια, διάφορα χορταρικά της γης, τα τρώει, δοκιμάζει τα πάντα. Γίνεται χάι, βλέπει και οράματα μερικές φορές από τις διάφορες τοξικώσεις που παθαίνει συχνά πυκνά. Εκτός των άλλων βατεύει και τις γυναίκες, μιας και τα καλά γονίδια κυνηγάνε, οπότε η σπηλιά έχει και κατά ένα ποσοστό χαλασμένο γονίδιο. Βοηθάει στις γέννες, ξέρει πολύ καλά από πόνο και θάνατο. Και είναι μόλις 26 ετών ε; Οι περισσότεροι όμως τον θυμούνται από πάντα εκεί. Είναι ας το πούμε έτσι απλά, ο Φάδερ της φυλής.
Μόνο να φανταστώ μπορώ τη χαρά του Φάδερ όταν κάποτε σκέφτηκε να πει στην ομάδα:
- Ξέρετε τι μάγκες; Μίλησα με τον Γκρρρ προχθές στον ύπνο μου! Και μου είπε ότι είναι καλά εκεί πάνω στον ουρανό που αν προσέξετε έχει κι αυτός φωτάκια όπως αυτό που κρατάω εγώ στο καντήλι εδώ! Α, σ' ευχαριστώ γι αυτό το κομμάτι κρέας που μου δίνεις Γκούαγκούα. Ο νεκρός σου στέλνει τις ευλογίες του και νταξ... δε σου κρατάει κακία που τον σκότωσες! Για μένα κι αυτά τα γογγύλια Μπαμ-μπαμ; Ε, καλά θα τα φάω αύριο, για τον νεκρό. Ναι και σένα σ' αγαπούσε ρε, μην κάνεις έτσι. Και ο Φάδερ τα περνούσε πρίμα, ενώ οι άλλοι δυστυχούσαν όλη μέρα κάθε μέρα. Τελικά έμαθαν ότι το μόνο φως μες το σκοτάδι είναι ο Φάδερ που τα βράδια, μετά το κυνήγι τους έλεγε τις ιστορίες των νεκρών, όλων εκείνων που δεν ήταν κοντά τους πια. Τις οποίες το δίχως άλλο επινοούσε ο ατιμούτσικος... Τουλάχιστον έτσι είπε μια μέρα ο Κρακούμ, αλλά μόλις το άκουσε ο Φάδερ τον σκότωσε με ένα κόκκαλο βουβαλιού και εξήγησε ότι του το ζήτησαν οι νεκροί, γιατί τον ήθελαν κοντά τους τον Κρακούμ.
Όταν κάποια στιγμή ο Φαδερ γέρασε τόσο που δεν μπορούσε να σηκώσει το σώμα του, δηλαδή γύρω στα 30, κάλεσε τον νο2 σε νοημοσύνη της φυλής, τον πήρε κοντά του ευλαβικά και του ψιθύρισε στ' αυτί σε μία γλώσσα που μόνο τα παλιά βουνά θυμούνται πια.
- Φίλε... καλή φάση αυτό με τους νεκρούς ρε συ... Μη τη γαμήσεις ε; άντε να χαρείς. Α, πάρε και το καντήλι και το νου σου να μη σβήσει...
Say your opinion