
Κατερίνα
Με αφορμή μία συζήτηση με τον "Πάπα"
Οι πουτάνες
Από την πλατεία Βάθη μέχρι και την 3η Σεπτεμβρίου, η απόσταση δεν είναι πάνω από πεντακόσια μέτρα. Περνάς το φανάρι και, αφού κοιτάς το γωνιακό τσαντάδικο, ρίχνεις μία κλεφτή ματιά στο σουβλατζίδικο. Η μυρωδιά σου σπάει το ρουθούνι, αλλά το πιθανότερο είναι να φοβηθείς τις φήμες για την ποιότητα. Δεν έχει σημασία. Είναι νόστιμο. Ανεβαίνεις τη Σατωβριάνδου και περνάς μπροστά από το παλιό τυροπιτάδικο. Παρ' ότι έχει κλείσει εδώ και χρόνια ακόμα μυρίζεις το καμένο φρέσκο λάδι του Νίκου. Τα τσίγκινα στόρια είναι κλειστά αλλά και τρύπια. Οι γάτες έχουν “χτίσει” φωλιές και βρωμάει σκατίλας και κάτουρο. Ανθρώπινο και γατίσιο.
Σταματάω στη διάβαση. Απέναντι είναι το μαγαζί με τα ανδρικά. Κουστούμια, υφασμάτινα παντελόνια, μακό ριγέ μπλουζάκια. Γράφει προσφορές, αλλά είναι ψέματα. Είναι υπερτιμημένα και δεν μπαίνει κανείς μέσα. Ο χοντρός καταστηματάρχης κοιτάει θολά το δρόμο. Δεν τον είχα γνωρίσει. Μου φαινόταν πολύ αδιάφορος. Αριστερά το σουβλατζίδικο έχει ήδη ανοίξει. Στον ξύλινο λιγδιασμένο πάγκο ήδη κάθεται ένας γέρος και μασουλάει ένα σουβλάκι. Δίπλα του ακόμα γεμάτο ένα ποτήρι μπίρας. Έχουν κάτι το διαφορετικό όσοι πίνουν μία μπίρα και τρώνε ένα σουβλάκι πριν τις 12 το μεσημέρι. Μία παρέα μαύρων δεν μου δίνει σημασία καθώς περπατώ ανάμεσά τους. Βρωμάνε πολύ. Τα ρούχα τους μυρίζουν ιδρώτα και συνθετικό. Στα παλιά δικαστήρια προσποιούμαι ότι ανάβω τσιγάρο. Ψέματα. Ανάβω τσιγάρο. Μόνο εγώ ξέρω ότι προσποιούμαι.
Το Hotel “Κατερίνα” είναι μακριά ακόμα. Οι πουτάνες είναι παρατεταγμένες σαν εκτελεστικό απόσπασμα. Τραβάω τις τζούρες μου και κοιτάω γενικά σαν χαμένος. Πάντα πιάνει αυτό.Οι παλιές ξέρουν. Δείχνουν και μάλλον είναι διαλυμένες. Έχουν παχύνει. Τα ρούχα τους είναι φθαρμένα και τα πρόσωπα από τόσο πρωί μαστουρωμένα. Έχουν ηθικά εκφυλιστεί. Κάθε δουλειά σε καίει κάποια στιγμή όσο γερό στομάχι και να έχεις. Οι μικρές είναι πιο φρέσκες. Γελάνε περισσότερο. Τα ρούχα τους είναι καλοβαλμένα. Μία παλιά που βγαίνει από το “Κατερίνα” δεν φτιάχνει καν τα ρούχα της.
Η όλη σκηνή μου θυμίζει ένα απόσπασμα από το 31328 του Βενέζη. Μετά τον ομαδικό βιασμό τους -μεσημέρι βράδυ – οι γυναίκες πρόσφυγες στα τουρκικά τάγματα εργασίας, παραδομένες στη δυσεντερία και στο πολύωρο περπάτημα με ξυπόλητα πόδια, στο ξυλοδαρμό και στο άγχος του να μείνουν πίσω και να δαρθούν μέχρι θανάτου, παρακαλούσαν τους Τούρκους να της πηδήξουν για να ξαποστάσουν οι υπόλοιποι. Σε μερικές περιπτώσεις οι ίδιοι οι άντρες, οι σύζυγοι τις παρακινούσαν. Και εκείνες εύχονταν απλά να πεθάνουν. “Καλύτερα” μουρμούριζαν βιασμένες. Καλύτερα να πεθάνουν.
Όσο περνάει η ώρα και δεν πλησιάζει πελάτης, οι νέες γίνονται ανυπόμονες. Υποθέτω ότι ακόμα και σε αυτό είναι όπως σε όλα τα άλλα. Ο ενθουσιασμός αντικαθίσταται πολύ εύκολα από τη ρουτίνα της προσπάθειας και της απόρριψης. Κοιτάνε σχεδόν με απορία, γιατί οι γέροι δίπλα τους δεν ψωνίζουν. Απλά στέκονται δήθεν αδιάφορα και πιάνουν κουβέντα με τις παλιές.Είναι μία διαχρονική τακτική, η οποία συχνά – πυκνά φέρνει αποτελέσματα. Ο γέρος δεν πάει ποτέ στη νέα, γιατί αυτή θα ζητήσει πολλά. Η παλιά ξέρει και δεν θέλει να δείξει ότι είναι τελειωμένη. Για αυτό και συμπεριφέρεται όπως όλοι οι παλιοί με τους νέους. Καταλαβαίνουν ότι είναι η απαλλαγή τους. Αλλά δεν θέλουν και να φύγουν. Γιατί έχουν συνηθίσει.
Οι συγγραφείς της Βερανζέρου
Έχει μία ψύχρα ανάμεσα στα ψηλά, άσχημα κτήρια της Σωκράτους. Σαν να το έκανε επίτηδες ο αρχιτέκτονας να κρυώσει κάπως την υγρή και καυτή ατμόσφαιρα. To ΑΤ Ομονοίας είναι μάχιμο 3ης Σεπτεμβρίου και Βερανζέρου. Στο καφέ της γωνίας με τα υπέροχα γλυκίσματα και τα μοναχικά τραπέζια μαζεύονται ακόμα η γενιά των παλιών συγγραφέων. Μακριά από laptops, tablets και την βαυκαλική αυτοπροβολή στα social Media, με τα σημειωματάρια, με την αδιαφορία για επικοινωνία, με την επιθυμία για κοινωνική επαφή και γνώση. Και ναρκισσισμό. Εκεί μαζεύονται οι γνήσιοι συγγραφείς.
Δεν έχω καθίσει ποτέ σε ένα από αυτά τα τραπεζάκια δίπλα σε κάποιον από αυτούς. Με τα χρόνια έχει γεμίσει πολλά γυναικεία στυλό. Συνήθως κάθονται μόνες τους. Μεσήλικες οι περισσότερες, σπάνια νέες και πολύ σπανιότερα όμορφες. Με αυτό το απλανές αυθεντικό βλέμμα. Ότι κάτι σκέφτονται, ότι κάτι μπορούν να αλλάξουν αν όχι στις ζωές τους, τότε σίγουρα σε μία ηρωίδα του χαρτιού. Ίσως είναι η ενοχή μου. Μία παράξενη ενοχή που με οδηγεί να στέκομαι αδιάφορα δίπλα σε πουτάνες, αλλά να μην μπορώ το βλέμμα της συγγραφέως. Εκείνο το γενικό, το αόριστο, το ακαθόριστο που μπορεί να ξέρει.
Ο “Πάπα”
Ο “Πάπα” με κοιτάει διστακτικά και καχύποπτα: “Μα έχω περάσει τόσες φορές μπροστά από αυτό το δρόμο. Δεν έχω δει αυτά που βλέπεις” “Κοίτα γύρω σου”. “Κοιτάω”¨. ”Τι βλέπεις;” “Τι εννοείς, “τι βλέπω”;” “Τι βλέπεις;” Βλέπω… βλέπω ανθρώπους. Να πίνουν καφέ, παρέες, καρέκλες… τα αυτοκίνητα… δεν καταλαβαίνω τι θες να σου πω...” “Τίποτα δεν θέλω να μου πεις. Αυτό που λες... δεν μπορείς ποτέ να πεις αυτά που βλέπεις... Έτσι είναι και με τον δρόμο που δεν καταλαβαίνεις. Άλλα παρατηρείς εσύ, άλλα εγώ. Αλλιώς η αφήγηση δεν θα ήταν. Και να μην είναι η αφήγηση, δεν μπορεί."
Say your opinion