Κώστας Ζαφειρίου's picture
Published 04/26/2015

Πώς η μοναξιά, μερικές κατσαρίδες και ένα βιβλιοπωλείο γεννούν έναν συγγραφέα.

Με τη μέθοδο της ενατένισης, και μέσω ήπιας, βραδινής συζήτησης ανασκάλισα εικόνες και μνήμες ολόκληρες απ' το όχι τόσο μακρινό, αλλά σίγουρα όχι κοντινό παρελθόν.

Όταν το 2001 πρωτοέφυγα απ' το σπίτι στα 17 για να πάω να σπουδάσω και να μάθω γράμματα (του θεού τα πράγματα) δε φανταζόμουν ότι από ένα λάθος του Υπεπθ θα κατέληγα για δύο πλήρη εξάμηνα να ζω σε μία τρώγλη κατά κάποιον τρόπο. Το ειδικό μάθημα που δίναμε στην Γ λυκείου δεν είχε περαστεί από ένα λάθος του Υπουργείου και έτσι για λίγο καιρό κατέληξα σε άλλη σχολή, πριν διευθετηθεί το ζήτημα.

Όταν τελικά βγάλαμε άκρη, πολύ αργοπορημένος, ξεκίνησα για την Πάτρα. Το σπίτι που βρήκα εκεί ήταν αυτό που θα περιγράφαμε ως αχούρι. Κολλητά με ένα σωστό κοτέτσι, σε μία πνιγηρή γειτονιά που έμοιαζε με το πρώτο ραντεβού πόλης και χωριού. (Αμήχανο, ιδρωμένο και φαφλατάδικο.)

Ο χώρος μου απ' όλο το σπίτι ήταν απλώς ένα δωμάτιο. Η κουζίνα και το μπάνιο ήταν κοινόχρηστα. Είχα δύο συγκατοίκους τους οποίους σπανίως έβλεπα. Ο ένας ήταν ένας καλοκάγαθος μουσουλμάνος και ο άλλος ένας Κρητικός που δεν ήξερε καλά αγγλικά και τον βοηθούσα στις εργασίες του πότε-πότε. Είχα όμως και άλλους δεκάδες συγκατοίκους μέσα στο δωμάτιο. Πολλές, μικρές, μαύρες κατσαρίδες! Κάθε φορά που έκλεινα το φως, σέρνονταν κάτω απ' τα σοβατεπιά των τοίχων, που ήταν μερικούς πόντους στον αέρα και αποτελούσαν τέλειες φωλιές, σουλατσάριζαν στο δωμάτιο ανέμελες. Όταν άνοιγα το φως, φριιιφ πήγαιναν και κρύβονταν αμέσως. Έπαιζα συχνά αυτό το παιχνίδι και ακριβώς επειδή είχα χρόνο να παίξω αυτό το παιχνίδι καλλιέργησα έναν σεβασμό για τη ζωή σε όλες της τις μορφές... γενικότερα.

Μέσα στο δωμάτιό μου υπήρχε όπως έμπαινες αριστερά ένα μικρό τραπεζάκι πάνω στο οποίο είχα μόνο ένα γκαζάκι με ένα μπρίκι, μία κούπα με τον σνούπι, ένα κουταλάκι, και ένα κουτί τσάι με άρωμα ροδάκινο. Αυτή η μυρωδιά ακόμη υπάρχει στο κεφάλι μου από τότε. Απέναντι υπήρχε ένα γραφείο με τα φοιτητικά μου πράγματα, λίγες σημειώσεις, κανα δυο βιβλία, μερικά τετράδια, ένα στυλό κι απ' αυτά. Χώρος για τα ρούχα μου, όπως πχ ντουλάπα, δεν υπήρχε. Τα περισσότερα έμεναν μόνιμα στη βαλίτσα (μία συνήθεια που πολύ πολύ πρόσφατα κατάφερα να αποβάλλω) και πέρα από ένα μονό, παλιό κρεβάτι, αυτά ήταν όλα κι όλα τα πράγματά μου.

Δεν είχα τηλεόραση, ραδιόφωνο, Η/Υ, η οποιοδήποτε άλλο τέτοιο μέσο. Το μόνο high end πράγμα που είχα στην κατοχή μου ήταν ένα κινητό τηλέφωνο, ένα nokia 6210 ή κάτι τέτοιο -δε θυμάμαι καλά- με το οποίο αντάλλαζα μηνύματα με την τότε κοπέλα μου.
Το φιδάκι στο κινητό μπορεί να σε διασκεδάσει μέχρι κάποιο σημείο και πόσα σταυρόλεξα να λύσει κανείς σε ένα απόγευμα; Η σχολή δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα και τις περισσότερες φορές τελειώναμε από νωρίς. Θα έβγαινες ίσως για έναν καφέ, θα πήγαινες εδώ κι εκεί, όμως ακόμη δεν είχες βρει την πραγματική παρέα με την οποία θα πέρναγες τα επόμενα χρόνια.

Για περίπου δύο μήνες, μέχρι να μπει ο πρώτος βαρύς Πατρινός χειμώνας -ο γεμάτος υγρασία και βροχές- η διασκέδασή μου περιοριζόταν σε μακριές βόλτες μέχρι αργά το βράδυ. Έτσι έμαθα να μη φοβάμαι το σκοτάδι παρεμπιπτόντως. Επειδή τα τηλέφωνα ακόμη αποτελούσαν κάποιου είδους πολυτέλεια και τα emails ήταν κάτι πολύ λίγο διαδεδομένο, ανταλλάζαμε ακόμη γράμματα! Οπότε ήταν συχνό φαινόμενο κάθε τόσο να με περιμένουν στην πόρτα φάκελοι από φίλες και φίλους με νέα τους και διάφορα δώρα. Το σκέφτομαι τώρα και μου φαίνεται υπερβολικά παράξενο, όπως όλες οι χαμένες τέχνες ίσως όταν σε επισκέπτονται ως μνήμες.

Τώρα, εκεί στη γειτονιά υπήρχε ένα παλιό, σάπιο βιβλιοπωλείο που είχε βιβλία των εκδόσεων Αστήρ, σε προσφορές, 300-400 δρχ. Μικρόσχημες συλλογές παραμυθιών, επί τω πλείστον, με σχετικά καλές μεταφράσεις απ' το παγκόσμιο φολκλόρ ή από τα χρωματιστά βιβλία του Andrew Lang. Γενικότερα διάβαζα και ήμουν αρκετά καλός αναγνώστης όσο και χειριστής της γλώσσας από πολύ μικρή ηλικία. Γι αυτό μία φίλη μου με έλεγε Δημοσθένη μάλιστα. Επίσης σκεφτόμουν και στοχαζόμουν για πολύ σοβαρά ζητήματα από πολύ νωρίς. Είχα, για παράδειγμα, απορρίψει με λογικά επιχειρήματα τον Άγιο Βασίλη από το νηπιαγωγείο κιόλας, ενώ στην τρίτη δημοτικού είχα αποκαλέσει έναν συμμαθητή μου ''πλεονέκτη'' γιατί ήθελε να έχει πολλά πράγματα στην κασετίνα του και είχα ρωτήσει τη μάνα μου ''τι υπήρχε πριν το Χάος''. Το να κάνω μία στροφή προς την ανάγνωση (και τη μελέτη) ήταν κάτι απλό, ίσως βαρετά αναμενόμενο.

Ενώ όμως μέχρι τότε συνήθιζα να διαβάζω και να γράφω μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αναφορών, αυτό που μου πρόσφερε το μικρό, σάπιο, συνοικιακό βιβλιοπωλείο με τα σκονισμένα βιβλία των εκδόσεων Αστήρ, ήταν μία άγνωστη μέχρι τότε για μένα, προοπτική.

Τα παλιά βιβλία παραμυθιών που άρχισαν να στοιβάζονται παντού στο αχούρι όπου ζούσα, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη άλλων περισπάσεων έδωσαν κλώτσο στην επιθυμία μου να δημιουργήσω και να γράψω και να πω σωστά και καλογυαλισμένα, τα δικά μου παραμύθια.

Ίσως να ήταν αυτό, ίσως πάλι απλώς να έπρεπε το μυαλό μου να αποδράσει από εκεί μέσα με κάθε δυνατό τρόπο. Απ' το ίδιο βιβλιοπωλείο αγόρασα, όχι πολύ αργότερα, ένα μεγάλο τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο που απ' έξω είχε μία πυραμίδα και ξεκίνησα αμέσως να γράφω τις σκέψεις μου. Ύστερα από λίγο καιρό πρόσθεσα στη συλλογή μου ένα μπλοκ ζωγραφικής και λίγα σύνεργα, κάρβουνα, χρωματιστά μολύβια, παστέλ και διάφορα άλλα. Εκεί, σε εκείνη τη φριχτή τρούπα με τις κατσαρίδες ζωγράφισα τον Έριαν και τη Νάνιελ και έγραψα τις πρώτες ιστορίες του Απέραντου Δάσους στο Νότο. Εκεί έγραψα για το φίδι του Γερο-Χειμώνα και για τον Πόλεμο των Εποχών. Για τον δράκο που κατάπιε το φεγγάρι και για τους χλωμούς βασιλιάδες των Δυτικών Καστροπόλεων. Εκεί φιλοτέχνησα με πολλή υπομονή τα Φύλλα του Φθινοπώρου...

Τα πρώτα πραγματικά στοιχεία για τα Χρονικά της Αντάκρης είχαν γεννηθεί, εκεί. Όχι πάνω από σύγχρονα PC, όχι μέσα σε άνετα γραφεία με air condition και θαλπερά σπίτια με τζάκια που τριζοβολούν απολαυστικά τους χειμώνες. Τα πρώτα αληθινά παραμύθια μου τα είπα όταν για πολύ λίγο υπήρξα στη ζωή μου πραγματικά μόνος κι έρημος μέσα σε μία τρύπα με κατσαρίδες, σε μία πόλη που δε μου άρεσε, σε μία σχολή που δε με ενδιέφερε, χωρίς παρέα, χωρίς την απτή παρουσία κάποιου δικού μου ανθρώπου, παρά μόνο με το φωτεινό όραμα της αγάπης όπως αυτή κατέφθανε καβάλα στα ηλεκτρομαγνητικά κβάντα για να λιμνάσει κατόπιν μέσα στη μικροσκοπική, λαμπερή οθόνη ενός κινητού που έφεγγε αδύναμα στο σκοτάδι, λίγο πριν να κοιμηθώ κάθε βράδυ.
Τα υπόλοιπα, όλα τα υπόλοιπα είναι, τώρα πια, ιστορία...

Say your opinion

Log in to post comments